23.1.14

Δρώμενα και σκιές (1)

Προσπάθησα πολλές φορές να με συνεφέρω ,
μα χανόμουν συνεχώς στις δίνες του χορού της..
Ανυπόφορη είχα καταντήσει.
και αυτή διασκέδαζε με τις παιδικές μου ζωγραφιές
 και τις λογοτεχνικές μου μουτζούρες.




η Σκιά στα σεντόνια


Έτρωγε σπόρια ροδιού.
Κατέβαζε αίμα αντί για γάλα και θήλαζε τους εραστές της με δαύτο.
Θαρρείς οι θηλές της,είχαν γίνει δυο πύρινα μέτωπα.
Έβλεπες σε κάθε φόρεμά της ,
δυο τρύπες να χάσκουν στα σημεία εκείνα.
Καμένο ύφασμα.
Σταχτιές βούλες.

η Σκιά στα πατώματα


Έμπλεκε τα μαλλιά της,
κόμπους τα έκανε 
ανάμεσα στα δάχτυλα της
και έπειτα εγώ
-ευκαιρία έβρισκα-
τριβόμουν δίπλα της  και της τα ξέμπλεκα,
αργά,αργά και βασανιστικά ,
έτσι για να παρατείνω το χρόνο που την άγγιζα.
Άλλες φορές 
-σαν ήμουν αρκετά κουρασμένη από τις σιωπές της-
τα τράβαγα με μανία
και τις έφευγαν τούφες ολόκληρες,
μα αυτή δεν γκρίνιαζε ,
δεν σάλευε.
Ανέπαφη κοίταζε τα διαχωριστικά στα ξύλα του πατώματος,
σηκωνόταν ξυπόλυτη
-πάντα ξυπόλυτη-
έσερνε μαζί της ,τις τρίχες 
και χανόταν στην κάμαρη της.

η Σκιά στα μαξιλάρια

Το βλέμμα της σου θύμιζε πρωινό του Αυγούστου,εκεί στα τέλη του.
Ξυπνάς και αντικρίζεις το καλοκαίρι σου διάσπαρτο στο μαξιλάρι.
Θαρρείς και το ξέρασαν τα όνειρά σου
Λες και πρόλαβε ήδη να γίνει ανάμνηση.
Έτσι και με το βλέμμα της,
σαν το πετύχαινες,
το εγκλώβιζες για δεύτερα του δευτερολέπτου
και έπειτα 
είτε έστριβες το κεφάλι να φυσήξεις το καπνό,
είτε σήκωνες το φλιτζάνι να ρουφήξεις ζουμιά,
είτε σταύρωνες τα πόδια σου αμήχανα κάτω από το τραπέζι,
ένα ήταν το μόνο σίγουρο.
Το βλέμμα της το είχες χάσει.
Είχε κυλήσει.
Ανάμνηση ήταν ήδη και μάλιστα όχι καλοκαιρινή.
Το βλέμμα της δεν θα ήταν ποτέ ξανά το ίδιο.
Τα καλοκαίρια σου μπορεί να μοιάζουν.
τα βλέμματα της ποτέ δεν έμοιασαν το ένα στο άλλο.
Σαν να άλλαζε μάτια αυτή η κοπέλα.
Ήθελες να τη ρωτήσεις
''Από που ψωνίζετε τα ζευγάρια ματιών σας δεσποινίς ; 
Πηγαίνουν σετ με τα ματόκλαδα; ''

η Σκιά στις αποβάθρες

Συχνά με τραβολογούσε στους σταθμούς των τρένων
Στηνόταν εμπρός μου με την πλάτη της γυρισμένη 
και έμενε να κοιτάζει τις άδειες γραμμές.
''Να μου κλείνεις τα μάτια,
να μην βλέπω τα τρένα να περνούν ξυστά από την αποβάθρα''
μου έλεγε.
Έπρεπε τότε εγώ να παίξω το ρόλο μου,
να τελειώσει η παράσταση,
μπας και φύγουμε ποτέ.
Είχε μια εμμονή με τις αποβάθρες,
τις αναγγελίες τρένων,
τις Αναχωρήσεις-Αφίξεις.
Μάλιστα κάποιες από αυτές τις είχε ηχογραφήσει.
Τις άκουγε τις νύχτες πίνοντας αφέψημα δίκταμου-λουίζας.

η Σκιά της Κρήτης

Ω άμα με άκουγε τώρα 
θα ερχόταν με μικρά χοροπηδητά πάνω στην αγκαλιά μου 
και θα φώναζε 
'' Έρωντας Έρωντας.όχι δίκταμος!! ''
'' Κρήτη και Έρω(ν)τας πάνε μαζί ,ακούς ; ''
Η άτιμη.
Τα είχε φτιάξει έτσι όλα στο μυαλό της,
να ταιριάζουν.
Κατάφερνε να συνδυάζει τους πόθους της με τις αναμνήσεις της.
Τα συμφιλίωσε και σώθηκε.


και οι σκιές συνεχίζονται

12.1.14

το χαλί

Πως κρέμεσαι έτσι από πάνω μου ;

Εγώ ήθελα μονάχα
να ανοίξω την πόρτα και να χαθώ στο διάδρομο.
Να αφήσω στο χαλάκι πατημασιές από λάσπη και χόρτα,
να χεις να θυμάσαι καθώς θα κλειδώνεις την πόρτα σου το πρωί.
Καθώς θα ντύνεσαι με ρούχα που κάποτε μύριζαν σαν τα μαλλιά μου..
Ναι εκείνο το άρωμα που θύμιζε χλωρά χόρτα και υγρασία..
''Κυλίεσαι στους αγρούς ;'' με είχες ρωτήσει τότε
είχα γυρίσει και σε κοίταζα απορημένη..
''Κυλίεσαι στους αγρούς κάθε που λες πως λούζεσαι ,δεν εξηγείται αλλιώς αυτό το άρωμα που αποπνέεις σε κάθε κίνηση των μαλλιών σου..''
και αυτή τη φορά δεν περίμενες απάντηση..

Εγώ ήθελα μονάχα
να φύγεις,
γιατί κάθε μέρα σε άκουγα να φεύγεις.
Κατέβαινες δυο δυο τα σκαλιά,
αχόρταγος να βροντήξεις τις πόρτες πίσω σου,
και άφηνες τα παράθυρα ανοιχτά 
και ας ήξερες ότι είμαι λίγο άρρωστη
-κυρίως στο μυαλό-
και ας ήξερες πως ο αέρας κάνεις τα παραθυρόφυλλα να τρίζουν 
και ο ήχος αυτός με ξυπνάει..
και αν με ξυπνήσει ήχος εμένα...
πάει ,τελείωσα.

Γνώριζες,μην το αρνείσαι.

Σου μιλούσα για νεφελώματα 
και ταλαντώσεις κορμιών ,ψηλά σε λόφους.
Ζουζούνιζα σαν μαμουνάκι
''Είσαι απαραίτητος στη φύση. Είσαι απαραίτητος σε μενα''
τραγουδούσα.
Φορούσα αποχρώσεις του γκρι,
στροβιλιζόμουν σε δίνες ασήκωτες
και εσύ,
εσύ τι έκανες ;
Με εξουθένωνες παράγοντας σιωπή.
Χαμήλωνες το βλέμμα,
έστριβες θάνατο,
τον κάπνιζες.
και δεν μου δίνες ούτε ρουφηξιά.
Με απέκλειες.

Ήταν Κυριακή όταν θέλησα να σου λερώσω το χαλάκι της εξώπορτας.
Ναι μια από ΄κεινες τις καινούργιες Κυριακές μας,
που μέχρι και στον ώμο είχες πάψει να με φιλάς.
Έξω βροχή.
Ντύθηκα στα λαδί,
Ξεχύθηκα στους δρόμους προς αναζήτηση της πιο βρόμικης λακκούβας.
Λάσπες παντού.
βούτηξα με πάθος τα μποτάκια μου.
Φαντασιωνόμουν τον λεκέ στο χαλάκι σου.
Τον λεκέ στη ζωή σου.

Καθώς επέστρεφα τρέχοντας στο σπίτι σου,
φευγαλέα αντίκρισα το είδωλο μου σε μια τζαμαρία
Προσωποποίησα τη μοναξιά στη μορφή μου.
Τις υγρές σου ανάσες στο τζάμι της κουζίνας ,
που στεκόσουν κάθε που με περίμενες..

Ποια ήμουν εγώ που θα σου λάσπωνα το χαλί της εξώπορτας ;
Το χαλάκι μας ;

Εγώ ήθελα μονάχα..
Μάταια..
Έτσι και αλλιώς ποτέ δεν πείσαμε ο ένας τον άλλον.