29.12.13

οι αναμνήσεις μια καλοκαιρινής ύπαρξης.

Η Αμοργιανή μορφή της Ζυράννα.


Ήτανε νομίζω το πρώτο πρωινό μας στο Νησί,
όταν συναντήσαμε την αιθέρια ύπαρξη της Έλενας,
η σκηνή της κολλητά δίπλα στη δική μας.
κρεμασμένα στα σχοινιά της
σακούλες με σταφύλια και μια πετσέτα στα χρώματα των μαλλιών της.
Μου θύμισε τη Ζατέλη.
Νομίζω έκρυβε μέσα της ολόκληρο το φως από τον Λύκο που συνέχεια επανέρχεται και μας ταράζει.
''Να έρθετε το Πάσχα..
το Πάσχα,
τότε που οι λόφοι ανθισμένοι σε ζαλίζουν,
όχι από τις στροφές,μα από το άρωμα.''
έτσι μας είπε ένα απόγευμα καθώς ξεπλέναμε το αλάτι από τα σώματα μας.
Γίνηκε φίλη μας,καλή .
Μονάχα από τις σκιές της τη νύχτα που επέστρεφε
μονάχα από τα λεπτοκαμωμένα δάχτυλα,
απο τα γατίσια της μάτια,
την αγαπήσαμε.
Τα καλοκαιρινά της φορέματα σε χρώματα της γης και της φωτιάς,
σέρνονταν στην άμμο,
χάραζαν πορείες.
και εμείς μαντεύαμε 
και ορίζαμε την απουσία της,
σαν ερχόταν
και σαν έφευγε.
κάθε τι άλλο δεν υπήρχε.
Τα σταφύλια δεν τελείωναν ποτέ
και εγώ χανόμουν στις διηγήσεις της.
Ήθελα να τη ρωτήσω αν υπήρξε ποτέ μέσα στο μυαλό της Ζυράννα ;
αν την κάλεσε κάποια αυγή,εκεί στο γραφείο της,
αν της πρόσφερε Σαντέ άφιλτρο καθώς έδιωχνε τις γάτες της,
για να μείνουν οι δυο τους,
μόνες.
Δεν έμαθα ποτέ.

Σαν έφτασε η μέρα του αποχωρισμού,
Την χαιρετήσαμε δειλά,
σχεδόν μυστικά,
και απομακρυνθήκαμε με κάτι βήματα βαριά,
ασταθή,
μετανιωμένα.
Νομίζω πως σαν έμεινε μονάχη πίσω,
θα αντιλήφθηκε σίγουρα 
το υπόκωφο μουγκρητό της γης
που ξέσπασε
ως αντίδραση της αλλεπάλληλης σύγκρουσης 
των πελμάτων μας με το έδαφος..

ίσως όμως και όχι.




οι αναμνήσεις μια καλοκαιρινής ύπαρξης.

Η Αρχή
ξανά

σαν ανόητες
περιγελούμε
το παρόν.

Ναι
εκείνο το ταξίδι πάνω στο πλοίο,με το σκοτάδι ολόγυρα
να τρεμοπαίζει μέσα από τα μάτια μας
και εμάς σωριασμένες πλάι σε δυο τριαντάρηδες ,
με απλωμένα τα σλιπινγκ μπανγκ μας και
με βαλίτσες έτοιμες να πλακώσουν τα κεφάλια μας.
Η Α. και η Χ. αμήχανες να κοιτάζουν τα γύρω πρόσωπα,
εγώ να μασουλάω αραβικές πίτες,
νεαρά ζευγάρια να μου θυμίζουν την απουσία σου,
που τότε-ίσως- μου ήταν αναγκαία.
Μαζεμένες στο κατάστρωμα,
είχε αέρακι,
να μαντεύουμε ποιο είναι το νησι στα δεξιά μας,
να ρωτάμε έναν παππού με χάρτη και καρό πουκάμισο.
να μην ξέρει ούτε αυτός.
να γελάμε να γελάμε ..
και ύστερα να Την !
Η Αμοργός απλωμένη .
Μας άνηκε..
από το πρώτο δευτερόλεπτο της συνύπαρξης μας,
μας είχε δοθεί..




οι αναμνήσεις μια καλοκαιρινής ύπαρξης.

Το Τέλος
Η Α. και η Χ. κοιμηθήκανε στο παρκάκι
καθώς το πλοίο κοντοζύγωνε στο λιμάνι
και οι χοροί τελείωναν στην εξέδρα.
Το νησί θα κοιμόταν απόψε ξημερώματα
θα έσερνε τη ζάλη από τη ψημένη ρακή,
τη γλύκα από τα παστέλια,
κάτω από τους ασβεστωμένους τοίχους της κάμαρης του.
και εμείς θα αφήναμε αναστεναγμούς και κοχύλια πίσω μας
Η ζέστη μας καρτερούσε.
ένας παγωμένος καφές,μπόλικα κριτσίνια, η φίλη μου η Χ,
και μια άδεια πρωτεύουσα να μας κουνάει κόκκινο μαντήλι.
Τρένα γυρισμού
μορφασμοί χωρίς εξήγηση
κάπου να χανόμασταν,εκεί πριν τις ράγες
ή ίσως να χάλαγε η μηχανή
να ακυρωνόταν το δρομολόγιο
να μέναμε λιγάκι πίσω
να δέναμε σωσίβια
βουτιά και
πίσω στο νησί.
ξανά.



απόσπασμα,λέξη προς λέξη, από την Ελία Βεβία ,να μιλά σε ένα τρελιάρικο βίντεο τη νύχτα εκείνη,ύστερα από μαύρες σαμπούκες,παξιμάδια και κερασμένες ψημένες ρακές.

<<Στα ίδια μέρη θα συναντηθούμεεε.
Τα Κατάπολα.Φαίνονται μονάχα κάποια φωτάκια.
Καπνίζω.Τα κορίτσια κοιμούνται.
Το πλοίο φεύγει σε μια ,με μια μίση ώρα.
Το πλοίο είναι αυτό.
Είχε γλέντι και τελείωσε ,
πριν μισή ώρα,
δηλαδή στης 04:00.
Η ώρα είναι 04:30.
Η Χ. εδώ ένα μαύρο πράγμα,δε φαίνεται.
Εγώ εδώ δεν ξέρω άμα φαίνομαι.
και η Α. ένα άλλο πράγμα,ούτε αυτή φαίνεται.
*γέλια
εδώ ένα δένδρο που ούτε αυτό φαίνεται μέσα στο σκοτάδι
γελια*
Ζωή και κότα.>>

28.12.13

σημειώσεις για την Α.

Καλημέρα Α. οι μέρες για τη φυγή μας πλησιάζουν.




θα σου χτυπάω τη πόρτα
θα μου ανοίγεις.
το φόρεμα σου ριχτό,γεμάτο πινελιές,τα πέδιλά σου καλά δεμένα στους αστραγάλους
θα ανασαίνεις πίσω μου,θα με κρατάς σφιχτά,έτσι για να νιώθω οτι μου κόβεται η ανάσα..
θα τρέχουμε στους δρόμους.
τα μελτέμια θα μας ανακατεύουν τα μαλλιά.
η θάλασσα θα ναι τόσο κοντά,
μα εγώ θα σε πηγαίνω από τον πιο μακρύ δρόμο,
έτσι για να σε νιώθω από πίσω μου,
να σε φαντάζομαι
-για λίγο ακόμα,για μια στροφή ακόμα-
με κλειστά μάτια να χαμογελάς
ύστερα θα σβήνω τη μηχανή και εσύ με ένα σάλτο θα βρίσκεσαι πλάι στα κύματα..
εγώ θα στέκομαι και θα κοιτώ
θα κοιτώ μια εσένα μικρή μου
μια τον ήλιο να χάνεται, να γίνεται χρώματα σε καμβά,
μια το είδωλό μου στα αλμυρά νερά..
που να η χωρέσω τόση ευτυχία ; 
πες μου που !


θα φτιάξουμε μια χορτόπιτα για το βράδυ..
θα κάτσουμε δίπλα στη σόμπα οι δυο μας.
θα ακούμε το ξύλο να καίγεται και θα ρουφάμε σταγόνες κόκκινου ξηρού κρασιού από τα αμπέλια μας.
θα ναι μια όμορφη νύχτα,
με μουσικές της φύσης ολόγυρα και σενα να χαζογελάς για τα μούσια μου που γέμισαν με φύλλα πίτας.
ύστερα ήσυχα ήσυχα θα σε πάρει ο ύπνος πάνω στη κουβερλή
και θα εγώ θα γυρνάω σελίδες στα βιβλία μου,θα σε κοιτώ,θα πιάνω μολύβι,χαρτί ,θα γράφω για μας.
για τον κήπο μας,
για τον κόσμο που δεν παύει να τριγυρίζει ανάμεσά μας.
θα σε σηκώσω στην αγκαλιά μου έπειτα,
θα σε πάρω μαζί μου κάτω από τις κουβέρτες,εκεί στην άκρη του ξύλινου κρεβατιού μας..
θα ύπνος θα με βρει πιο ερωτευμένο από ποτέ
καθώς η αυγή παρέα με τα τιτιβίσματα πουλιών θα με νανουρίζουν 
  

ο μικρός μας Μάρκος κοιτάζει από το παράθυρο το χιόνι να καλύπτει τη γη..
και εκεί έισαι και εσύ.
αφήνεις πατημασιές. το κασκόλ σου σέρνεται στα χιόνια,χαράζει μονοπάτια.
''έλα μέσα'' σου φωνάζω,καθώς βγάζω φωτογραφίες..
τα ξύλα καίνε και η μηλόπιτα αχνίζει.
θέλω να σε αγκαλιάσω έτσι λίγο καθώς θα κουλουριάζεσαι πλάι στο μάρκο,στη φλοκάτη..
να σας αγκαλιάσω και του δυο..
να μας πάρει ο ύπνος γλυκά γλυκά ,
να ακούγεται μονάχα ο αέρας,
οι ήχοι του πυρωμένου ξύλου 
και τα γουργουρισματα του σκύλου..


Καθώς κατέβαινα τον γεμάτο από κόσμο,δρόμο της Πρωτεύουσας
ξαφνικά σε ένιωσα να στέκεσαι δίπλα μου.
Περπατούσες με τα μαλλιά λυμένα,
και κοίταζες ψηλά,τα φώτα της πόλης.
Το ψιλόβροχο ,ύγραινε τις σκέψεις μας
και εγώ μουρμούριζα στίχους που μισούσες..
Ήταν ακριβώς τη στιγμή που άκουσα αυτό το τραγούδι ,
από κείνους τους πλανόδιους ινδιάνους που πλασάρουν τη μουσική τους,
σε κάθε πόλη.
Ήταν τότε που σε βρήκα,λοιπόν,
που σε αισθάνθηκα εκεί δίπλα μου,
τόσο κοντά στο σύμπαν μου,
να χαζογελάς με τους μορφασμούς μου,
να με φωνάζεις ''Μαρκάκο'' ή ''Πόντικα Μάρκο''
και εγώ να σου κανω τον γλυκούλη ,να σου λέω ''νιανιο''
έτσι για να με αγαπήσεις λίγο ακόμα
-τόσο δα-

Μα έπειτα η μουσική έσβησε και τα φώτα της πόλης
με τράβηξαν κοντά τους..
και αν και εσύ βρισκόσουν κάμποσα χιλιόμετρα μακρυά,
ήξερα πως 
ναι ίσως και εσύ μας σκεφτόσουν,
κάπως έτσι..
μαζί σε αυτή τη πόλη που τόσο λαχταρούμε ...
δίπλα δίπλα.
να σμίγουν οι κόσμοι μας..


Καλή σου νύχτα μικρή μου Ινδι(άννα)


6.12.13

 ίσως να σου έλεγα την τελευταία βραχνή Καλημέρα μου



μα ακόμα εδώ ,
σκοντάφτουν στις στέγες τα σκοτάδια σου..