31.10.14

σκουπίσου πριν μιλήσεις

Δεν έχω τόπο να κρυφτώ να με απαλλάξω.
δεν έχω κύτταρα να θρέψω 
πάει μου τελείωσε το οξυγόνο και τα συναφή
Οι εφιάλτες μου πλέον 
ανεξήγητοι και φοβισμένοι
οδηγείσαι στη παράνοια
τι συμβαίνει μέσα σου με ρωτάνε
Δεν ξέρω αλήθεια
είμαι στη περίοδο δακρύρροιας 
φουσκώνουν οι οφθαλμοί μου
πέφτουν τα φύλλα μου-μαλλιά μου
πέφτω και εγώ ολόκληρη 
σαν σώμα για κρέμασμα και μόνο για αυτό
σαν γκιλοτίνα κι η θύμησή σου 
μου προκαλεί στροβιλισμό 
ο ήχος από τα αεροπλάνα που
πηγαινοερχονται πάνω από το κεφάλι μου
τρομάζει ο Εκτορας
τρομάζω και εγώ από τις σπίθες στο τζάκι.
θυμάμαι μια νύχτα που ήσουν άρρωστος 
ανέβαζες πυρετό και ξαγρυπνούσες γυμνός πάνω στη γύμνια μου
και εκαιγες και ίδρωνες και καυτός 
σχεδόν πυρωμένος ανακάτευες τα ξύλα, τις στάχτες
και έπειτα ξανά πίσω κάτω από τα σκεπάσματα.
και έτσι με αυτή τη ροή πέρασε η νύχτα σου
ενώ εγώ βυθισμένη κοιμόμουν πλάι στην ευτυχία μου
Αλλοτινές εποχές γεμάτες πνοούλες και αθώους αργόσυρτους οργασμούς
και τώρα να εδώ 
σχεδόν υποστηριζομαι σε δεκανίκια των διαφορετικών μορφών μου
ή ίσως των κατασκευασμένων μου ηρώων 
και άνθρωποι τριγύρω
ΚΑΝΕΙΣ
πουθενά.
τεχνάσματα μονάχα και περσινές αυταπάτες
να μου θυμίζουν πως ακόμα είμαι εδώ
σε αυτό το χρόνο που κάποιος έχει ορίσει κ για μένα
ξετυλίγω το κουβάρι γιατί μήτε τις κάλτσες έπλεξα.
κάπου εκεί κοντά στη φτέρνα τα παράτησα όλα.
μπαίνει απειλητικά ο Νοέμβρης σχεδόν
παραβιάζει το σπίτι μου έτσι νιώθω
ανοιγοκλεινει τις πόρτες 
πετάει εισιτήρια από διαδρομές περσινές στο χαλί μου
σκουπίζεται στα μανίκια της πιτζάμας που μου χάρισες
Μισώ τους μήνες που αργούν να περάσουν
και τον γαμημένο Φλεβάρη μισώ που δεν λέει να ξεπροβάλει
να πάω να χαθώ 
να πάω στο διάολο που τόσο όμορφα είναι
με τις γεφυρουλες και τα ποταμακια
και τα ξύλινα παιχνίδια 
και τον Τούρκο τον γάτο.
Να μην ξαναδώ μπροστά μου Καμάρες και φανάρια δευτερολέπτων και όλα τα
υποτιθέμενα επαναστατημένα όργια των μπαμπάδων τους.
Φρίκη τρώω δρόμο αφήνω 
και ρουφάω το ταχίνι από το βάζο
ανεβαίνω στο fly μου και μήτε το κράνος το ολόμαυρο το κοράκι δεν συγκρίνεται με τη μαυρίλα του μέσα μου
του βάθους , βάθους μέσα μου.
Έπαψες να φοβάσαι μου είπε μια φίλη
Μα φυσικά
 τίποτα δεν έχω να χάσω πλέον,
Και έμενα 
άμα λάχει
φτηνά με πουλάω

Τι ακριβώς μένει να φοβηθώ  ;


28.10.14

one more cup of coffee

Δεν ήξερε αν θα πρεπε να τον έπινε σκέτο
φαρμάκι πικρό ,
γουλιά γουλιά
ή να τον μπούκωνε με σιρόπια και ακατέργαστες ζάχαρες,
να τον κατέβαζε μια και έξω. 
ξεροσφύρι.
Αυτή ήταν που του χε μάθει πως να γυρίζει το κουταλάκι μέσα στο φλιτζάνι
πόσες στροφές δεξιά πόσες αριστερά,
ώστε η ζάχαρη να διαλύεται ομοιόμορφα
και το γάλα και ενσωματώνεται σαν ενιαίο σύνολο με το καφέ.

Εξαιτίας της έμαθε
πως να αποφεύγει τα τοιχώματα 
και το πάτο του ποτηριού,-του κόσμου όλου-
τη δύναμη που θα ασκεί,
και τη γωνία περιστροφής,
ώστε ολες οι κινήσεις να χουν μορφή και αυτός να νιώθει πως έχει τον έλεγχο,
τον έλεγχο,έστω,του πρωινού καφέ του.
Ήξερε Αυτή.
Ίσως και Αυτή κάπως έτσι έλεγχε Αυτόν .
Με μελέτη,τύπους,χάρακες και περιστροφές του κορμιού της.
Και ενώ άλλοι εντρυφούν στη 
''χημεία του καφέ''
Αυτοί μάθαιναν τη
 ''φυσική του καφέ''
Όλα του τα χε αναλύσει.
Μέχρι και σε μοίρες τα υπολόγισε 
και αυτός στο βάθος αναρωτιόταν πότε θα περάσει τη Φυσική ΙΙ της σχολής του.

Και ήταν τότε
που Αυτός
αν κ συνηθισμένος στο βαρύ του σκέτο
άρχισε τα επιπρόσθετα.
Απλά και μόνο για να ακολουθεί τις κινήσεις που του έμαθε.
Απλά και μόνο για να την φέρνει εκεί δίπλα του -ξανά- σιμά του,
στο μικρό σκαμπουδάκι της κουζίνας,
να κοιτάει μια τα δάχτυλα ,μια τα χείλια της 
να πάλλονται
να εξηγούν 
να κομπάζουν.

Ο σκέτος και βαρύς καφές  -είδωλο-
κατέληξε σε λιγοτική συνήθεια .
Και όσο περισσότερο μάθαινε τις κινήσεις ,
όσο περισσότερο κατέληγε να την μιμείται σαν άριστος μαθητής της,
τόσο εθιζόταν στην καφεΐνη,στη γλύκα του ζαχαροκάλαμου
σε Αυτήν.
Η καφετιέρα έσταζε κάθε ώρα 
τα ντουλάπια γεμάτα υδρατμούς
φούσκωναν 
και ξεφούσκωναν τα πνευμόνια του
από μυρωδιές χαρμανιών σπάνιων
Αλλά Αυτός εκεί
να χαροπαλεύει με μοιρογνωμόνια 
και μαθηματικούς τύπους,
Να την αναζητά σε κάθε κόκκο ζάχαρης
σε κάθε σταγόνα συμπυκνωμένου γάλακτος
σε κάθε ρουφηξιά .
Και σαν φτάνει στο πάτο να σταματά 
να ξαναγεμίζει 
-Όχι δεν έπρεπε να φανεί ο πάτος-
Τον σκέπαζε με νέο υγρό ,
με νέα δόση καφέ,
Αρνιόταν να ανταμώσει 
τον Πάτο 
τη Φυγή της 
το Κενό του.
το Τέλος 
του πολυπόθητου υγρού του.


25.10.14

γυμναστικές επιδείξεις μέρος Α



Γέμισε πληγές στον οισοφάγο.
Ο γιατρός της συνέστησε  
''Σιωπή''
Βγαίνοντας από τη πόρτα του ιατρείου και αποκρυπτογραφώντας τα γράμματα στο συνταγολόγιο,διάβασε
''κοινωνική συνυπαρξία και παραγωγή λέξεων με σκοπό το διάλογο''
Κοντοστάθηκε.
Πουλάνε άραγε λέξεις και διάλογο στο φαρμακείο στη γωνία ;
 Ελπίζω τουλάχιστον να τα χουνε και σε σιρόπι, 
σιχάθηκα τις κάψουλες και τα πολύχρωμα χαπάκια.


3.10.14

όμορφα συνήθισες να λείπεις

Συνεχίζω να μην τολμώ
Θέτω ως πρόφαση την υποτιθέμενη ευτυχία σου
τον επίγειο παράδεισο που ίσως να προσπαθείς να χτίσεις.
Μιλώ και για διεκδίκηση που έλαβε τέλος
και για τον εγωισμό που δεν θέλω πλέον να με κυριεύει.
Άτολμο πλάσμα η μικρή Ελία.
Κοτούλα.
μήτε να σφυρίξω πια,όπως μου έμαθες καταφέρνω.
Εκείνους τους ρυθμούς που κάνουν τα κοκάλα των ποδιών σου όταν σκύβεις.
τα κρακ-κρουκ που με ανατρίχιαζαν.
Πάνε όλα.
Ακόμα και τον ήχο από το σαγόνι σου σαν τρως δεν θέλω να σκέφτομαι.
περπατάω ανεβαίνω τα σκαλιά δυο δυο
μα η σιωπή σχεδόν αιμορραγεί
και ρέει στις κατηφόρες.
Τι να μας κάνουν εμάς οι λέξεις μικρή μου ;
Άχρηστες μας είναι.

Ω τι όμορφα που λαμπυρίζεις στο σκοτάδι
σαν μικρή πυγολαμπίδα.
θα μου έλεγες
Ω τι ψέμματα συνήθιζες να μου ξεφουρνίζεις ,σου λεω.
Δυνάμωναν οι μουσικές του σύμπαντος
και βαριανάσαινε ο σκύλος στις γωνιές του χαλιού,
σε κάθε σου ψέμα.

Ασθενικό περπάτημα κάτω από τον κουρασμένο ήλιο.
Χάνεις το σκουλαρίκι σου .
κάθε φορά που ξαπλώνω δίπλα σου κάτι χάνεις.
Μια το σκουλαρίκι
μια το ξύλινο κολιέ που σου έφερα από την Α.
μια τις βλεφαρίδες σου
μια τον δεξί σου ώμο
μια τον αριστερό.
Εσύ χάνεσαι σε κομμάτια
Σε δόσεις.
Διαλύεσαι,διαμελίζεσαι.

Εγώ χάνω εαυτούς.
Τους μοιράζω.
Κατεχόμουν από μυριάδες εαυτούς
και μου έχουν απομείνει ελάχιστοι
Μετρήσιμοι στα δάχτυλα του ενός χεριού είναι
Και έχω ξεχάσει  να μετρώ πάνω από το 5.
Δεν μου χρειάζονται οι υπόλοιποι αριθμοί,βλέπεις
και σε λίγο μήτε τα υπόλοιπα δάχτυλα θα μου χρειάζονται.


''Ποιος τους φορτώνεται άραγε όλους αυτούς τους ξεβρασμένους σου ανθρωπάκους ;''
ρωτάς.
Οι ποιητές σου απαντώ.
Οι ποιητές και οι απομακρυσμένες χωματερές του κόσμου όλου.

''Κουταμάρες.
Εγώ τους φορτώνομαι
 και αυτούς
και τη γκρίνια σου
 και τις τρίχες από τα μαλλιά σου σε σεντόνια και μαξιλάρια ,
να με γαργαλάν τα μεσημέρια που λείπεις.
Όλα στο σβέρκο μου τα χεις θρονιάσει..'' μου λες.
''Ακόμα και τα άδεια κουτάκια από τις λατρεμένες σου καραμέλες,
ακόμα και αυτά πάνω μου στέκουν.
και έχω βαρύνει και έχω γίνει ασήκωτος ''

Ε 
στο λέω,λοιπόν

Σύνδρομο καραμέλας

σχεδόν
κατάντησες και εσύ.
Τίποτα παραπάνω.


-και ίσως είναι αυτό το σχεδόν που θα μας σώσει-
ίσως.