20.5.15

λ α χ τ ά ρα

Είμαστε ήδη ανύπαρκτοι σε μια αξιοθρήνητη νεκρική περιτομή.
Κοιμόμαστε στραβά και στο προσκεφάλι μας ρέει ιδρώτας και μοναξιά
Μια παντελώς ανούσια ανυπαρξία μας συντροφεύει κάτω από τα σκεπάσματα.
Πυροβολούμε το πρώτο φως με ένα λαχούρι.
Πυροδοτούμε τη φύση μας με αχαλίνωτες παρεμβάσεις μιας τάχα ονειρικής κατάστασης
που δεν οδηγεί πέρα από το μηδέν.
Στο τίποτα στεκόμαστε,
όρθιοι με δεκανίκια εξευτελιστικά.
Άοσμα και άυλα όντα θαρρούν πως σε πλησιάζουν 
μα εσύ ξεφεύγεις κρατώντας από το χέρι σφιχτά της μοναξιά σου και χάνεσαι στο πλήθος.
Και είναι ωραία όταν το πλήθος έχει εκθέτη άγνωστο.
Μα τι γίνεται όταν η πλειονότητα έχει ήδη περάσει από το τραπέζι σου και έχει ίσως πιει μαζί σου ;
Πως αποτραβιέσαι τότε ;

Αρκούμαστε στη τυχαία παρορμητική έκρηξη της ημέρας και του χρόνου.
Θαρρείς και το επόμενο δευτερόλεπτο θα φέρει ευθέως μπροστά μας 
τη μοναδικότητα,
την απεραντοσύνη.
και τα λεπτά λιώνουν σιμά μας,
Φλέγονται σαν σπίρτα
και σβήνουν καθώς νυχτώνει και οι κόρες διαστέλλονται.
Μάθαμε να περπατάμε στα τέσσερα γιατί νιώσαμε ηδονή
που στα δυο δεν μπορούσαμε να αισθανθούμε.
Συνεχώς προσθέτουμε άκρα
για να στηριχτούμε σε αυτό που αποκαλούν Ζωή.
Αποβάλουμε τα χρώματα
Μα η διάγνωση έδειξε : 
Αχρωματοψία.
Ψιθυρίζω λόγια παρηγοριάς στον δεύτερο εαυτό μου.
Και στον τρίτο μου.
Και σε όλους τους φίλους που ποτέ δεν θα ξανά έχω πίσω
Κλασσικές φράσεις πριν ξεχυθώ στα ζουμιά.
Δεν με σώζουν οι γλάροι
Απλά φαρδαίνουν το μονοπάτι.
Εγώ πάλι ξωπίσω απομένω.
20 Μάιου και η βροχή έξω λανσάρει τη γύμνια της.
Δεν ζηλεύω μήτε τον ήλιο μήτε το λιμάνι που άφησα.
Ζηλεύω μονάχα το ζευγάρι που πίνει κρασί στο γωνιακό μπαράκι της γειτονιάς μου.
Αυτό το χάζεμα του κόσμου όλου
μεταξύ του κενού ανάμεσα στις μορφές τους.
Αυτός ο καπνός που ξεχύνεται ,
θαρρείς ψηλότερα
όταν ανάμεσα περιφέρεται ο έρωτας.
Δεν ζηλεύω.
Λαχταρώ.



19.5.15

για μια επιστροφή

Δεν αργοκοιμάμαι.
Γέρνω στους ναζιάρικους ώμους σου και καπνίζω με μανία το τελευταίο τσιγάρο
Νομίζω τα πόδια σου τρέμουν και η φωνή σου μίκρυνε ξαφνικά
Ακούγονται νιαουρίσματα
και στρατιωτικός βηματισμός
και μια καμμένη μυρωδιά από κανέλα
μου θυμίζει το κεικ με το μέλι .
Ο ήλιος και οι εσπραντιγες μου
οι πληγωμένοι μου αστράγαλοι 
και ο λαχανιασμένος σκύλος της γειτόνισσας με κυνηγάει στις σκάλες.
Τρέχω με ανοιχτές παλάμες ανεβαίνοντας για το πάρκο της Letna .
με περιμένουν δυο ερωτευμένοι και ένας κορμός δέντρου
διαλέγω να απλωθώ στα γρασίδια
νιώθω χταπόδι
δίχως πλοκάμια.

Φύλλα Φύλλα.

Αλλάζεις πλευρό
Κουράστηκα.
Συντηρούμαι με ξηρούς καρπούς και ψωμί με γλυκάνισο.

Πως θα επιστρέψω ;

Ας μείνω στο κλειστοφοβικό δωμάτιο με την απειλή της μούχλας
 και τα γλυκά σκαλάκια στην είσοδο
Ας μείνω δίπλα στη χάρτινη φάρμα και στον Τζιο.
Ας μείνω με τις τσίγκινες κατσαρόλες με τις χήνες και τη Μόκα του Ιταλού.
Ας μείνω με τα συνεχώς αυξανόμενα ανακυκλώσιμα και τα πουλάκια στης 4 το πρωί.
Με τις σταγόνες
και τους γλάρους στα συρτάρια.
Με τις απρόσμενες συννεφιασμένες ημέρες
και τον καυτό ήλιο που ποτέ δεν είναι τόσο καυτός.
Ας μείνω με την παρουσία της νύχτας και την απουσία αυτής
και με τη μοναξιά να με κυνηγά με το μαστίγιο
και με τις φρίκες του απογεύματος
και με το Αλίμπι 
και το Praguemoist με παγάκια
και με το λακι στραικ που πάντα τελειώνει τα Σάββατα
και  με βρίσκω τις Κυριακές να παζαρεύω με τρίμματα .
Ας μείνω εδώ παρέα με μονολόγους κρεμασμένους στο τοίχο μου
και ας μην μπορώ να διαβάσω τα τσέχικα βιβλία τους.
Θα μάθω και τσέχικα
και ισπανικά και ιταλικά θα μάθω.
Ας μείνω όμως
και θα πάψω να ανοιγοκλείνω τα ντουλάπια 
αναζητώντας την υπόλοιπη μισή μου ύπαρξη
και θα πάψω να υποσιτίζομαι 
για να κοιμάμαι με χαμόγελα
και θα πάψω να στρίβω 
για να ξεχάσω 
και θα πάψω 
να 
επαναλαμβάνω
πόσο 
πολύ 
δεν θέλω να γυρίσω.