21.12.14

His eyes were only brown

Δεν υπάρχει τρόπος να ξεπληρώσουμε στο χθες.
Χρωστάει σε όλους .

Μια φίλη μου είπε πως θα παντρευτείς.
Την λένε Κ. φοράει μακρυά φορέματα και τα μαλλιά της κρέμονται διαρκώς σε έναν χαλαρό κότσο.
Είχες πάντα μια μανία με τους κότσους
Σε τρόμαζε η ελευθερία ;
Δεν ξέρω.

Η Κ παίζει και βιολί σε θεατρικές παραστάσεις
Έχει και ένα σκυλί το Μόγλη
και δυο χρυσόψαρα
και μια γάτα -φιλοξενούμενη- στο διαμέρισμα της.
΄Εμενε μόνη σε ένα ρετιρέ στη Σβώλου
Τώρα μένεις μαζί της στο ίδιο ρετιρέ
Πρόσφατα ανακαινισμένο
Σε πέτυχε η φίλη μου,μαζί της,
να ψάχνετε 
για πλακάκια και χρώματα ντουλαπιών και καινούργιο πόμολο για τη πόρτα του μπάνιου.
Της κρατούσες το χέρι λέει
και αυτή σου τραβούσε το μανίκι .
Ήθελε παλαιωμένο λευκό στα ντουλάπια
Ήθελες ξεθωριασμένο μπλε.
Εγώ πάντως θα επέλεγα ένα βαθύ κεραμιδί,
όχι οτι σε νοιάζει.
Ρώτησες τι κάνω ,αν έφυγα από τη πόλη,αν αγόρασα τα μελίσσια που έλεγα,αν επιτέλους με βρήκα.
Οι απαντήσεις καλύφθηκαν με διάφορες ηχητικές μορφές του Όχι.

Ξέρεις Εσύ ίσως ψάχνεις για πόμολα
και ταπετσαρία για τη κρεβατοκάμαρα και καινούργια καφετιέρα 
-γιατί η Κ έπινε μονάχα ελληνικό.-
Μα
Τι να κάνω που Εγώ
ακόμα ψάχνω να με βρω
από κει που μ'αφησα πριν σε γνωρίσω ;





20.12.14

Οι Φίλοι , Εγώ και Αυτή

Οι Φίλοι
Σας αφήνω.
Δεν πλάστηκα για σας.
Με κατασκεύασε η αέναη μοναξιά του σύμπαντος.
Και εσείς είστε από τη γη.


Σαν πετραδάκια
ή βοτσαλάκια της θάλασσας
της αλμύρας της καταγάλανης
κατρακυλάνε και χάνονται 
οι Φίλοι
Διαρκώς στρίβουν στις γωνίες των δρόμων
και εξαφανίζονται μέσα στους υπονόμους
Αόρατα κινούνται στις σωληνώσεις .
Συναναστρέφονται με τετράποδα
και γουλιά γουλιά πίνουν το νερό πριν αυτό στάξει από τη βρύση μου.
Διαβάτης στις ζωές τους.
Παρατηρητής των μορφασμών τους.
Συνήθεια του πρωινού τους.
Μα πουθενά Εγώ.


Το Εγώ

Σάββατο 
απόκρημνο
 στις σκαλωσιές 
της Άνω Πόλης.


Σχεδόν αφέθηκα σήμερα.
Στο σχεδόν βρίσκομαι.
Ανηφόριζα
είχα ανοίξει διάπλατα το παλτό μου
και άφηνα το κασκόλ 
να μπλέκεται στις καστανές τούφες
και τον αέρα να τρυπάει το λαρύγγι μου
να φέρνει ζάλη στους κροτάφους μου
Να πάλλονται αυτοί/
Να βασανίζονται στις δονήσεις. 
Πρωτοφανή συμπτώματα
Είναι ίσως επειδή 
τα στρογγυλά χαπάκια μου άλλαξαν χρώμα
Τώρα καίνε και το λαιμό.
Όχι μόνο το συκώτι.
Τα απολαμβάνω περισσότερο έτσι
και ας λέει η Α. οτι πικρίζουν.


Η Αυτή
Αυτή μου μοιάζει


Άγνωστε 
Μην λαχανιάζεις ξωπίσω της.
Την ξέρω καλά.
Αν πλησιάσεις τη σκιά της
αποτραβιέσαι από την ύλη της,
Πως θα φτάσεις να αγγίξεις χωρίς πρώτα να δεις ;

''Κυνηγάς μια απουσία'' θα σου έλεγε.
''Παρούσα υπήρξα μονάχα με εκείνον ''
''Και εκείνος ήταν το απών στη ζωή μου
και το παρόν στη διαστροφή μου''

Έχεις να πολεμήσεις με δυο.
Ίσως με τρεις ή τέσσερις 
Με αυτήν .Εκείνον και τις σκιές τους.

Αν βλέπεις τρεις,
την έχεις χάσει ήδη
Αν βλέπεις τέσσερις
 ίσως
ίσως μπορείς.
Διάβαινε 






7.12.14

εμπρησμός

Λένε πως το όνομα της αρχίζει από Ρ
μα κάνεις δεν γνωρίζει που και πότε ακριβώς τελειώνει
Κανείς δεν την φώναξε ποτέ με το όνομα της άλλωστε.
Ίσως γιατί έχει ένα όνομα μακρόσυρτο και ατελείωτο σαν τα τούνελ που διασχίζεις 
λίγο πριν αποκοιμηθείς 
Ναι από αυτά τα σκοτεινά 
που θυμίζουν εκείνο το παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά ''ο λαίμαργος τουνελόδρακος''


Αφουγκράζεσαι τα κύματα
και αίφνης ένα πιάνο ξεκινά να παίζει από κάπου μακρυά
μα και κοντά

Τι έχει χάσει στη πορεία για να σε θυμηθεί, ποιος ξέρει;
Σε ποια σκάλα παραπάτησε και έπεσε το κασκόλ της
και το βρήκες εσύ γεμάτο στάχτες και γύρη ;
Πως έφτασες εκεί ;

Την βλέπεις που στέκει με το λαιμό της γυμνό,
χλωμό
στη ξαστεριά 
και μοιάζει με δροσοσταλίδα θαρρείς
οιωνός της βροχής που θα ρθει .

Ξέρεις, Υπήρξες το κρησφύγετο της κάποτε.
μονάχα γι αυτό αξίζει να της πεις ένα 
αντίο,γεια σου.

μα εσύ

''είμαι νοσταλγός'' της λες

''δεν ζω .νοσταλγώ.''

''είμαι πάντα λίγο πιο μπροστά από σένα'' σου λέει

''δεν νοσταλγώ.πενθώ.''

εμπρησμός





2 μήνες ακριβώς

θα με βάζεις και  εμένα μέσα στο παλτό σου ;

νοτιάδες
συνθλίβω το κεφάλι σου με μια πέτρα.
προσμονώ 
τις άσπρες νιφάδες να ντύνουν το σβέρκο μου
και τα κεραμιδί πλακάκια του δωματίου να αχνίζουν αρώματα του Βορρά.

 Επιβραδύνω τα βήματα μου
για να μην χρειαστεί να γυρίσω ποτέ ξανά
 στα μέρη σας

γιατί το τέλμα το νιώθω 
ανάμεσα στους πόρους της ύπαρξης μου 
έφτασε το κατώτερο όριο της συναισθηματικής μου αντοχής
Δεν έμεινε τίποτα πίσω από αυτό
Μη σε ξεγελά η βελούδινη υφή στα μάτια μου
ένα ύφασμα είναι μονάχα που καλύπτει το κενό στον αμφιβληστροειδή.

Δεν κατέχω μαριονέτες.

Σχίζω επίτηδες τη φόδρα στα παντελόνια για να χάσω οτιδήποτε 
κρατούσα και έκρυβα 
στις τσέπες μου.
Τα αφήνω να γλιστράνε νωχελικά στους δρόμους
να κάνουν θόρυβο καθώς συνθλίβονται στην άσφαλτο.
Δεν χρειάζομαι τίποτα από όλα αυτά στο Βορρά.
Μήτε τα ολοστρόγγυλα προσωπάκια σας 
που με τάιζαν φέτες λεμόνι και με φιλοξενούσαν στα σεντόνια τους.
Μήτε τα νωθρά χαμογελά σας
κάθε που σας φανέρωνα το κρυφτό που παίζω με το είδωλό μου.

Έμειναν τα αποξηραμένα σύκα
για να θυμίζουν τις ημέρες της αφθονίας μας
Έμεινε και ένα ξεχασμένο γάλα αμυγδάλου
έτσι για να 
αντιμετωπίσω τους αγνώστους πρώην φίλους.


και τότε είναι που καταφτάνει αυτή η μεθυστική ζάλη
και απλώνεται τριγύρω και σχηματίζει στους τοίχους τη λέξη

απόδραση

εν αναμονή λοιπόν
εν αναμονή για τη μεγάλη απόδραση .




5.11.14

eg anda

Ξύλινα κουφώματα
Σαρκικές αλληλοεξουδετερώσεις.
Παρευρίσκεται στην απουσία
με το έτερον της ήμισυ

Σε έχει ξεχάσει
μου είπε

Μουχλιάζουν οι νύχτες  της μακρυά σου
καθώς αυτή τρέχει σαν μικρό κοριτσάκι στα πάρκα και μαζεύει τα παιδικά της παιχνίδια.
Και εσύ κοιτάς την αιωρούμενη σκιά των χρόνων που απέμειναν για να την έχεις πίσω.
Το κοριτσάκι και τα παιχνίδια της.
Είσαι αργόσυρτος και μουδιασμένος.
Η μιζέρια του κορμιού σου όλη αποτυπωμένη στο κούτελό σου.
Αυτή Σε αντικρίζει και γεύεται μοναξιά.
Κι η γλώσσα της σαν επιστρέφει, ακουμπά τον ουρανίσκο 
και οι χορδές ταλαντώνονται 
και πάλλεται το υπερτροφικό μήλο της έριδος 
και ουρλιάζει ο κόσμος της όλος
Πως μοιάζετε/Πως Είστε  πλάσματα πανομοιότυπα/Πως είναι καιρός να ξοδευτείτε παρέα
Μα ο κόσμος της 
είναι εγωιστικός 
εγωκεντρικός 
και όλα τα εγώ μαζεμένα συνυπάρχουν στον πυρήνα του.
Ένα ενεργειακό κέντρο φουσκωμένο με Εγώ.
Ξεχειλίζει Εγώ ο κόσμος της,
που να χωρέσεις Εσύ με το Εσύ σου ;
Μάταιος κόπος.
Οτιδήποτε άλλο περιφέρεται και χάνεται στα γύρω γύρω
έτσι και εσύ .
Η φυγόκεντρος δύναμη θα σε πετάξει μακρυά
Θα πάψεις να στροβιλίζεσαι με τον καιρό
Θα αποσυρθείς από το πεδίο 
Το κούτελο σου θα το γεύονται γλώσσες ξένες
με διαφορετικά Εγώ
και στροβιλισμούς 
αλλιώτικους,
ανάποδους.
Με Εσύ που θα χωράνε και τα Εγώ σου.



31.10.14

σκουπίσου πριν μιλήσεις

Δεν έχω τόπο να κρυφτώ να με απαλλάξω.
δεν έχω κύτταρα να θρέψω 
πάει μου τελείωσε το οξυγόνο και τα συναφή
Οι εφιάλτες μου πλέον 
ανεξήγητοι και φοβισμένοι
οδηγείσαι στη παράνοια
τι συμβαίνει μέσα σου με ρωτάνε
Δεν ξέρω αλήθεια
είμαι στη περίοδο δακρύρροιας 
φουσκώνουν οι οφθαλμοί μου
πέφτουν τα φύλλα μου-μαλλιά μου
πέφτω και εγώ ολόκληρη 
σαν σώμα για κρέμασμα και μόνο για αυτό
σαν γκιλοτίνα κι η θύμησή σου 
μου προκαλεί στροβιλισμό 
ο ήχος από τα αεροπλάνα που
πηγαινοερχονται πάνω από το κεφάλι μου
τρομάζει ο Εκτορας
τρομάζω και εγώ από τις σπίθες στο τζάκι.
θυμάμαι μια νύχτα που ήσουν άρρωστος 
ανέβαζες πυρετό και ξαγρυπνούσες γυμνός πάνω στη γύμνια μου
και εκαιγες και ίδρωνες και καυτός 
σχεδόν πυρωμένος ανακάτευες τα ξύλα, τις στάχτες
και έπειτα ξανά πίσω κάτω από τα σκεπάσματα.
και έτσι με αυτή τη ροή πέρασε η νύχτα σου
ενώ εγώ βυθισμένη κοιμόμουν πλάι στην ευτυχία μου
Αλλοτινές εποχές γεμάτες πνοούλες και αθώους αργόσυρτους οργασμούς
και τώρα να εδώ 
σχεδόν υποστηριζομαι σε δεκανίκια των διαφορετικών μορφών μου
ή ίσως των κατασκευασμένων μου ηρώων 
και άνθρωποι τριγύρω
ΚΑΝΕΙΣ
πουθενά.
τεχνάσματα μονάχα και περσινές αυταπάτες
να μου θυμίζουν πως ακόμα είμαι εδώ
σε αυτό το χρόνο που κάποιος έχει ορίσει κ για μένα
ξετυλίγω το κουβάρι γιατί μήτε τις κάλτσες έπλεξα.
κάπου εκεί κοντά στη φτέρνα τα παράτησα όλα.
μπαίνει απειλητικά ο Νοέμβρης σχεδόν
παραβιάζει το σπίτι μου έτσι νιώθω
ανοιγοκλεινει τις πόρτες 
πετάει εισιτήρια από διαδρομές περσινές στο χαλί μου
σκουπίζεται στα μανίκια της πιτζάμας που μου χάρισες
Μισώ τους μήνες που αργούν να περάσουν
και τον γαμημένο Φλεβάρη μισώ που δεν λέει να ξεπροβάλει
να πάω να χαθώ 
να πάω στο διάολο που τόσο όμορφα είναι
με τις γεφυρουλες και τα ποταμακια
και τα ξύλινα παιχνίδια 
και τον Τούρκο τον γάτο.
Να μην ξαναδώ μπροστά μου Καμάρες και φανάρια δευτερολέπτων και όλα τα
υποτιθέμενα επαναστατημένα όργια των μπαμπάδων τους.
Φρίκη τρώω δρόμο αφήνω 
και ρουφάω το ταχίνι από το βάζο
ανεβαίνω στο fly μου και μήτε το κράνος το ολόμαυρο το κοράκι δεν συγκρίνεται με τη μαυρίλα του μέσα μου
του βάθους , βάθους μέσα μου.
Έπαψες να φοβάσαι μου είπε μια φίλη
Μα φυσικά
 τίποτα δεν έχω να χάσω πλέον,
Και έμενα 
άμα λάχει
φτηνά με πουλάω

Τι ακριβώς μένει να φοβηθώ  ;


28.10.14

one more cup of coffee

Δεν ήξερε αν θα πρεπε να τον έπινε σκέτο
φαρμάκι πικρό ,
γουλιά γουλιά
ή να τον μπούκωνε με σιρόπια και ακατέργαστες ζάχαρες,
να τον κατέβαζε μια και έξω. 
ξεροσφύρι.
Αυτή ήταν που του χε μάθει πως να γυρίζει το κουταλάκι μέσα στο φλιτζάνι
πόσες στροφές δεξιά πόσες αριστερά,
ώστε η ζάχαρη να διαλύεται ομοιόμορφα
και το γάλα και ενσωματώνεται σαν ενιαίο σύνολο με το καφέ.

Εξαιτίας της έμαθε
πως να αποφεύγει τα τοιχώματα 
και το πάτο του ποτηριού,-του κόσμου όλου-
τη δύναμη που θα ασκεί,
και τη γωνία περιστροφής,
ώστε ολες οι κινήσεις να χουν μορφή και αυτός να νιώθει πως έχει τον έλεγχο,
τον έλεγχο,έστω,του πρωινού καφέ του.
Ήξερε Αυτή.
Ίσως και Αυτή κάπως έτσι έλεγχε Αυτόν .
Με μελέτη,τύπους,χάρακες και περιστροφές του κορμιού της.
Και ενώ άλλοι εντρυφούν στη 
''χημεία του καφέ''
Αυτοί μάθαιναν τη
 ''φυσική του καφέ''
Όλα του τα χε αναλύσει.
Μέχρι και σε μοίρες τα υπολόγισε 
και αυτός στο βάθος αναρωτιόταν πότε θα περάσει τη Φυσική ΙΙ της σχολής του.

Και ήταν τότε
που Αυτός
αν κ συνηθισμένος στο βαρύ του σκέτο
άρχισε τα επιπρόσθετα.
Απλά και μόνο για να ακολουθεί τις κινήσεις που του έμαθε.
Απλά και μόνο για να την φέρνει εκεί δίπλα του -ξανά- σιμά του,
στο μικρό σκαμπουδάκι της κουζίνας,
να κοιτάει μια τα δάχτυλα ,μια τα χείλια της 
να πάλλονται
να εξηγούν 
να κομπάζουν.

Ο σκέτος και βαρύς καφές  -είδωλο-
κατέληξε σε λιγοτική συνήθεια .
Και όσο περισσότερο μάθαινε τις κινήσεις ,
όσο περισσότερο κατέληγε να την μιμείται σαν άριστος μαθητής της,
τόσο εθιζόταν στην καφεΐνη,στη γλύκα του ζαχαροκάλαμου
σε Αυτήν.
Η καφετιέρα έσταζε κάθε ώρα 
τα ντουλάπια γεμάτα υδρατμούς
φούσκωναν 
και ξεφούσκωναν τα πνευμόνια του
από μυρωδιές χαρμανιών σπάνιων
Αλλά Αυτός εκεί
να χαροπαλεύει με μοιρογνωμόνια 
και μαθηματικούς τύπους,
Να την αναζητά σε κάθε κόκκο ζάχαρης
σε κάθε σταγόνα συμπυκνωμένου γάλακτος
σε κάθε ρουφηξιά .
Και σαν φτάνει στο πάτο να σταματά 
να ξαναγεμίζει 
-Όχι δεν έπρεπε να φανεί ο πάτος-
Τον σκέπαζε με νέο υγρό ,
με νέα δόση καφέ,
Αρνιόταν να ανταμώσει 
τον Πάτο 
τη Φυγή της 
το Κενό του.
το Τέλος 
του πολυπόθητου υγρού του.


25.10.14

γυμναστικές επιδείξεις μέρος Α



Γέμισε πληγές στον οισοφάγο.
Ο γιατρός της συνέστησε  
''Σιωπή''
Βγαίνοντας από τη πόρτα του ιατρείου και αποκρυπτογραφώντας τα γράμματα στο συνταγολόγιο,διάβασε
''κοινωνική συνυπαρξία και παραγωγή λέξεων με σκοπό το διάλογο''
Κοντοστάθηκε.
Πουλάνε άραγε λέξεις και διάλογο στο φαρμακείο στη γωνία ;
 Ελπίζω τουλάχιστον να τα χουνε και σε σιρόπι, 
σιχάθηκα τις κάψουλες και τα πολύχρωμα χαπάκια.


3.10.14

όμορφα συνήθισες να λείπεις

Συνεχίζω να μην τολμώ
Θέτω ως πρόφαση την υποτιθέμενη ευτυχία σου
τον επίγειο παράδεισο που ίσως να προσπαθείς να χτίσεις.
Μιλώ και για διεκδίκηση που έλαβε τέλος
και για τον εγωισμό που δεν θέλω πλέον να με κυριεύει.
Άτολμο πλάσμα η μικρή Ελία.
Κοτούλα.
μήτε να σφυρίξω πια,όπως μου έμαθες καταφέρνω.
Εκείνους τους ρυθμούς που κάνουν τα κοκάλα των ποδιών σου όταν σκύβεις.
τα κρακ-κρουκ που με ανατρίχιαζαν.
Πάνε όλα.
Ακόμα και τον ήχο από το σαγόνι σου σαν τρως δεν θέλω να σκέφτομαι.
περπατάω ανεβαίνω τα σκαλιά δυο δυο
μα η σιωπή σχεδόν αιμορραγεί
και ρέει στις κατηφόρες.
Τι να μας κάνουν εμάς οι λέξεις μικρή μου ;
Άχρηστες μας είναι.

Ω τι όμορφα που λαμπυρίζεις στο σκοτάδι
σαν μικρή πυγολαμπίδα.
θα μου έλεγες
Ω τι ψέμματα συνήθιζες να μου ξεφουρνίζεις ,σου λεω.
Δυνάμωναν οι μουσικές του σύμπαντος
και βαριανάσαινε ο σκύλος στις γωνιές του χαλιού,
σε κάθε σου ψέμα.

Ασθενικό περπάτημα κάτω από τον κουρασμένο ήλιο.
Χάνεις το σκουλαρίκι σου .
κάθε φορά που ξαπλώνω δίπλα σου κάτι χάνεις.
Μια το σκουλαρίκι
μια το ξύλινο κολιέ που σου έφερα από την Α.
μια τις βλεφαρίδες σου
μια τον δεξί σου ώμο
μια τον αριστερό.
Εσύ χάνεσαι σε κομμάτια
Σε δόσεις.
Διαλύεσαι,διαμελίζεσαι.

Εγώ χάνω εαυτούς.
Τους μοιράζω.
Κατεχόμουν από μυριάδες εαυτούς
και μου έχουν απομείνει ελάχιστοι
Μετρήσιμοι στα δάχτυλα του ενός χεριού είναι
Και έχω ξεχάσει  να μετρώ πάνω από το 5.
Δεν μου χρειάζονται οι υπόλοιποι αριθμοί,βλέπεις
και σε λίγο μήτε τα υπόλοιπα δάχτυλα θα μου χρειάζονται.


''Ποιος τους φορτώνεται άραγε όλους αυτούς τους ξεβρασμένους σου ανθρωπάκους ;''
ρωτάς.
Οι ποιητές σου απαντώ.
Οι ποιητές και οι απομακρυσμένες χωματερές του κόσμου όλου.

''Κουταμάρες.
Εγώ τους φορτώνομαι
 και αυτούς
και τη γκρίνια σου
 και τις τρίχες από τα μαλλιά σου σε σεντόνια και μαξιλάρια ,
να με γαργαλάν τα μεσημέρια που λείπεις.
Όλα στο σβέρκο μου τα χεις θρονιάσει..'' μου λες.
''Ακόμα και τα άδεια κουτάκια από τις λατρεμένες σου καραμέλες,
ακόμα και αυτά πάνω μου στέκουν.
και έχω βαρύνει και έχω γίνει ασήκωτος ''

Ε 
στο λέω,λοιπόν

Σύνδρομο καραμέλας

σχεδόν
κατάντησες και εσύ.
Τίποτα παραπάνω.


-και ίσως είναι αυτό το σχεδόν που θα μας σώσει-
ίσως.

23.9.14

atomic nucleus


Πως να μιλήσω για το γκρίζο 
που γεμίζει 
και τροφοδοτεί 
ενδοφλέβια το κύκλο της ανυπαρξίας μου ;
Πως να διηγηθώ στα παιδάκια του πάρκου 
-που  με τις πελώριες ματάρες τους 
κοιτάζουν εντός ,βαθιά μέσα στη κόλαση μου,-
τι είναι αυτή η σταχτιά απόχρωση που έχει πουδράρει τα όργανα μου ;
Πως να αναμετρηθώ με τις ψιλές τους φωνούλες 
ενώ μέσα μου 
ουρλιάζει το χάος 
και άγρια σπαράζει η μάνα φρίκη.
Δεν υπήρξα ποτέ άλλοτε
 πιο κοντά στο πυρήνα σου.
Σε αυτό και γι αυτό
 που σε κανε να με σπρώχνεις τις νύχτες κάτω από τα σκεπάσματα 
και να μου τσιμπάς τα μάγουλα 
και να ψιθυρίζεις πως είσαι μόνος μόνος μόνος 
και πως όσο και να σε τραβάω και να τείνουν τα άκρα σου να γίνουν πλοκάμια ,
η επιφάνεια δεν αχνοφαίνεται
 μήτε ίσως υπάρχει και κάποιο άνοιγμα για να την αντικρίσεις κάποτε
 Κοντοζυγώνω στο πυρήνα σου ,
και σέρνω μια κηλίδα ολόλευκη 
γεμάτη αναμνήσεις
 και αδιέξοδες τεχνικές επανασύνδεσης μου με τον ομφάλιο λώρο που μας έδενε
Σώπασες τις λέξεις μου.
Ξερίζωσες τους λοβούς σου και τα μάτια σου γινήκαν βόλοι στις τσέπες αλητάκων 
απλά και μόνο
για να σωπάσεις τις λέξεις μου.
Δικό σου το ξημέρωμα ,λοιπόν
σου το χαρίζω.
Δεν θέλω τίποτα από αυτή την αυγούλα την μενεξεδιά που ξεπηδάει πέρα στο λόφο 
μήτε το ζεστό σου τσάι και τα μουλιασμένα μπισκότα στο γάλα 
ενώ αποχωρίζομαι τις τσίμπλες σου,θέλω.
Τίποτα σου λέω.

Με μάγεψε ο πυρήνας σου 
και λέω να μείνω λίγο ακόμα εδώ.
έτσι μοναχούλα 
Ερήμην σου
Εκεί στα βαθιά σου.
Στα άδυτα.
αρέσκομαι 
αγαπιέμαι
και πεθαίνω.





22.9.14

ξαλάφρωμα λαστ μπατ νοτ λιστ

έφτασε και η ώρα να φανερωθώ.
γιατί η κρυψώνα μου 
κατάντησε αναερόβιο περιβάλλον
και πως να θρέψω τα κύτταρα μου δίχως οξυγόνο ;
-όπου οξυγόνο θέτω Χ-
ανατριχιάζω.
σαν η ραχοκοκαλιά μου ακουμπά ευθεία πίσω στη πολυθρόνα με πιάνει ένα ρίγος
συνήθισα στο να καμπουριάζω.
για να κρυφτώ,ναι
για να σηκώσω τα πεταμένα μας ρούχα,ναι
για να μαζέψω τις λάσπες που γέμισες στο χαλί μου, ναι
για να συλλέξω τους ρητιδιασμένους σου ουρανούς 
που ξέχασες
 να αφήσεις 
έξω από το σπίτι μου.
έξω από Εμένα.

Πως να συνηθίσει το ''είναι'' μου 
κάθετο,
όρθιο ;
έγειρε,
πάει.
Ξέπεσεσουλεω.
Μπορείς πάνω να μελετήσεις γεωμετρία και ολόκληρο το κεφάλαιο τον κινήσεων στη φυσική.
Καμπύλες και κακό το σώμα μου .
Υπερβαίνουν τις συνηθισμένες.
<<Πως είναι τα σώματα που σχεδιάζει ο Έγκον Σίλε , ε ακριβώς το αντίθετο είναι το δικό σου>>
μου είπες εκείνο το απόγευμα ενώ έχασκα από το μισοκατεβασμένο παντζούρι
Καμπυλωτή εξίσωση και εσύ η μεταβλητή Χ 
λέω εγώ
Μα δεν ήσουν ποτέ καλός στα μαθηματικά 
για να με πάρεις
και με χαρτί
 και με μολύβι 
να με λύσεις.
Μονάχα να δένεις ξέρεις εσύ
Κόμπους.
Στα μαλλιά μου 
Στο τραπεζομάντιλο της κουζίνας με τα οδοντωτά φύλλα 
Στη γλυκιά μου φωνούλα όταν σε φωνάζει.

Σου είπα πως θα αρχίσω να ασχολούμαι με τον πηλό .θα αποτυπώνω  τις εκφράσεις σου σε πήλινα δοχεία,θα τα ζωγραφίζω και έπειτα θα πίνω κρασί μέσα στο ειρωνικό σου χαμόγελο ή θα τσιμπολογάω ρώγες σταφύλια μέσα στο θυμωμένο σου βλέμμα.Θα σε βαρεθώ ολόκληρο μια Κυριακή πρωί από κείνες τις ασπρισμένες Κυριακές που σιχαίνεσαι μα εγώ λατρεύω.Θα αρχίσω να σε δωρίζω σε φίλες,κάποιοι από σένα θα μου πέσουν από τα χέρια και θα σπάσουν,κάποιοι θα ξεχαστούν στο βάθος του ντουλαπιού πίσω από τα γυαλικά με τα μπαχάρια.
Ένα ένα πήλινο .
Ένας ένας και εσύ θα χάνεσαι.

Ξαλάφρωμα .



αποκόλληση αμφιβληστροειδούς

ωραία/ θα θελα να μείνω/ να σε κοιτάω/ έτσι να χάνομαι/ να στροβιλίζομαι/ να γίνομαι συνονθύλευμα στις σκόνες που ξεχύνει ο αμφιβληστροειδής σου./σαν κομήτης να εκτοξεύεται πάνω μου το χάος σου/ να μην υπάρχω παρά για ένα σου πετάρισμα/ για μια ξαφνική γυαλάδα που θα διαπεράσει τις άκρες στις βλεφαρίδες σου./

έπαψα να πιστεύω οτι υπάρχεις/ αρνούμαι να το πιστέψω/ γιατί κάτι έγινε και ταρακούνησες το μέσα μου και με έκανες θεριό ανήμερο και τώρα δεν ηρεμώ/ καμία πατρίδα για μένα/ μονάχα βροχερά απογεύματα με σπριντς στη παραλία και άδεια κρεβάτια με θέα το απομακρυσμένο μου Εγώ να ξεθωριάζει σε κάθε βαριανάσεμα μου..


Λαμποκοπάω ανάμεσα στα λασπωμένα μου αποκαΐδια 
και συνήθισα σε αυτή τη μπόχα
σε αυτό το σούσουρο 
σε αυτή τη λαιμαργία 
και δεν σώζομαι σου λέω.
και πάω στο νεροχύτη και θέλω να βάλω αντίχειρες μέσα μου να ακουμπήσω το λαρύγγι
 μου να ξεχυθούν 
έντομα σουσάμια αμπελόφυλλα 
περασμένα μεγαλεία 
και εσύ.
Προπάντων εσύ.
Ω 


χρόνος-εκμαγείο ή αλλιώς περιστρέφομαι διαρκώς γύρω από μια νοητή διπλή έλικα.

Το καλοκαίρι ξεμακραίνει με ένα τραγούδι που ξαφνικά ταράζει το ραδιόφωνο,
το ακους και διώχνεις το βλέμμα από τις σημειώσεις και τα ''ψιλά γράμματα''
Μικρός μας βγήκε ο απολογισμός των δυο τελευταίων μηνών.
Περίεργες και οι τωρινές, κιτρινιάρικες νύχτες δίχως οσμή.

Λίγο πριν ξεκινήσω να σε απορρίπτω
με συνάντησες.
Φορούσες μια φαρδιά γκρι μπλούζα με μαύρες ραφές
και παπούτσια ορειβατικά,
-Ναι μωρέ θυμάμαι μέχρι και τι χρώμα κορδόνια είχαν 
και πως σχεδόν έμοιαζε λες και τα φορούσες ανάποδα.
το δεξί στο αριστερό και το αριστερό στο δεξί.-

μέσα στην Αυγουστιάτικη κάψα,όλα αυτά.
Στη περασμένη Αυγουστιάτικη λαίλαπα .

Κοιτούσα την ώρα περπατώντας αντίθετα από σένα 
από μένα
από τα σύνορα μας.
Στο μυαλό μου υπήρχε μονάχα το περασμένο ταξίδι στη Σέριφο,
Η πρακτική
 που μου άφησε κουσούρι να ξυπνώ στης 5
και να καπνίζω με το αριστερό για να κρατώ το τιμόνι του τρακτέρ με το δεξί .
Η αναθεματισμένη εξεταστική
γεμάτη μύκητες και α(ν)δρομυκώσεις και παθογόνα παντός τύπου.
Το ταξίδι αυτό που όλο και πλησιάζει
που όλο και θαρρώ πως ψέμα είναι
Μια υποθάλπτουσα συγκατοίκησή με την Α.
και το πάθος μου για να περάσω τον χειμώνα μου μαζί της,
που ναυάγησε πριν καν αρχίσει.
Γύρω γύρω παντού στις τσέπες καραμέλες.
να μετράω κουτιά με άρωμα δυόσμου και εκχύλισμα πράσινου τσαγιού.
Να Τρέχω να προφτάσω τους ψαράδες στις άκρες της προβλήτας 
λίγο πριν σκοτεινιάσει και μαζέψει υγρασία το κορμί τους.
Να τρέχω να ανταμώσω και τη μοναξιά μου στη γωνιά της γειτονιάς σου,
λίγο πριν κατρακυλήσεις από τις σκάλες με την γλυκιά σου φιλενάδα.

Τώρα. Εδώ και τώρα.

 θέλω να σε δω να βαδίζεις αντίστροφα από τη τροχιά που σε συνάντησα.
να τρεμοσβήνεις τις νύχτες λίγο πριν φτάσω σπίτι σου.
να διπλώνεις τις κουβέρτες σαν να ναι ξεχασμένα σώματα γυναικών που δεν πρόλαβες να διώξεις.
και να μου λες πως ''Να,πέρασε άλλη μια μέρα δίπλα σου χωρίς να ρίξω ματιά στο ρολόι.''
Μα τα ρολόγια σου είναι δίχως μπαταρίες ,γιατί με ενοχλεί το τικ τακ τους
και τα χέρια σου με τους καρπούς τους ελεύθερους.
Για ποια ρολόγια μου μιλάς,λοιπόν ;
Δίχως ρολόι που ,
σε ποια ήπειρο κατοικεί ο χρόνος ;

Στο σώμα σου μου λες

και ανταμώνω τους δείκτες να κυκλώνουν τις γάμπες μου
να σκαλίζουν τα λεπτά 
πίσω από τα δάχτυλα μου
να αναζητούν χώρο για
να εγκλωβίσουν τα ξεχασμένα δευτερόλεπτα 
που απέφευγα,
καιρό τώρα μακρυά σου.



26.8.14

έλα και τρύγησε με

Δεν έχω άλλο χρόνο για να πολεμήσω την αδυσώπητη φύση σου 
μήτε τα παιχνίδια που μου τάζουν τ βλέφαρα σου.
κοντεύω να εξαρθρώσω κάθε μου νεύμα,να το μετατρέψω σε μικρο πήλινο αγγείο ,
να στο χαρίσω να πίνεις το τσάι σου το χειμώνα που θα λείψω.
θα λείΨω όμορφη φράση
το θα λειΠω κρύβει κάτι άλλο
κάτι σαν αυτό το τελευταίο γύρισμα του κεφαλιού
μετά από κάθε αποχαιρετισμο στις αποβάθρες ή ίσως στα αεροδρόμια .
Μια απειλή,ένα κοντοσταματημα .
''Θα λείΠω όταν εσύ'' ..
Ναι συνήθιζες να το λες .
Ενώ εγώ Καθετότατη.
Θα λειΨω .-
Τελεία και παύλα

Συνυπάρχω με μεσημεριανά όνειρα.
Να,
βλέπω πως αρπάζω ολόκληρα κομμάτια από γεμιστές τομάτες και μελιτζάνες με ρύζι και μπαχαρικά κ μπόλικο δυόσμο ,ξεροψημένα όπως είναι τα μπουκώνω στο στόμα μου.
Νιώθω τη κοιλιά μου να φουσκώνει και να πιέζει το στρώμα
 -έμαθα να κοιμάμαι μπρούμυτα από τότε που  έφυγες για να μην παίρνουν φωτιά οι ρώγες μου κάθε που σε βλέπω στο ταβάνι να διασκελίζεις τον αργόσυρτο ύπνο μου-
Ξυπνάω απόγευμα ,
βαρύ και ασήκωτο,
με την υγρασία να φαρμακώνει όντα και μη όντα.
και σέρνομαι με το στομάχι χορτασμένο από ένα όνειρο
και τον ουρανίσκο να μάχεται για λίγη ακόμα από τη δροσιά του δυόσμου και το λεπτό απόηχο που αφήνει ο κουρκουμας στο ρύζι.

Πικρή η γεύση από τα σίδερα 
Τα πηδώ και τρέχω στη παραλία με χάρη και σβελτάδα.
μετράω τις διαδρομές σε μίλια και κερδίζω πόντους σε κάθε σκαλοπάτι που -δεν- σκοντάφτω.

Ένας αλγόριθμος 
μου θύμισε τα νύχια σου τότε μέσα στα μπλε καθίσματα του λεωφορείου 
που μου παριστανες Εμένα ,
τάχα πως ξέρεις καλύτερα τις ολοδικές μου μεταμφιέσεις .
Ήμουν ένα πλάσμα απαρηγόρητο
πως να καταφέρεις να με περιγράψεις εσύ,
μια τόσο Μοναδικά Γλυκιά Ύπαρξη ;
Πανέμορφα νύχια είχες,όμως.
Το παραδέχομαι.
Ερωτευσιμα

Σκάω.
Λυγίζω.
Προβλέπω να αργήσει και ο τρύγος για φέτος 
και άδικα το υπερβολικό ξεφύλλισμα που έκανα για να τον προλάβω.
Ας είναι.
Αγοράζω σταφύλια μαύρα
 και τα κρεμάω στο λαιμό μου
 και ύστερα τα ζουλάω στον ομφαλό μου
 και σχηματίζω τα φρύδια σου.
έτσι μαύρα και παχιά 
και ενωμένα με το σύμπαν ολόκληρο.

Με τα χυμώδη φρύδια σου έμαθα να διατηρούμαι.
Με τον μελαχρινό σου μούστο .


Έλα και τρύγησε με ,θα σου πω ένα πρωινό 
Και θα με πατήσεις τόσο δυνατά με τις φτέρνες σου 
που μονάχα έρωτα θα μου προσφέρεις.


20.8.14

ένα λάθος δυο λάθη τρία λάθη

''Επιτέλους υγράνθηκαν λίγο τα ματάκια σου'' , του είπε
''Η μοναξιά δεν έβλαψε ποτέ κανέναν'' της είπε.
''Αυτό που σε βλάπτει είναι η συνήθειά της
και η παραίτηση σου προς κάθε είδος κοινωνικής επαφής.
Μονάχα η συμβιβασμένη αποφυγή της σε σκοτώνει.
Να το θυμάσαι αυτό..''
''Είμαι ολόκληρη μια βλάβη'' ,του είπε σαν να μην το άκουγε πια.

Κυλάω σε αδιάφορα μονοπάτια.
Οι στιγμές έχουν χάσει τη σειρά τους.
Τα γεγονότα αλληλοσυγκρούονται χωρίς αξία
Ο ύπνος λείπει όπως κ εσύ.
3 ώρες .
Καλοκαιρινά πρωινά με υγρά μαξιλάρια και μπόλικο γιαούρτι απλωμένο στις καμένες σου γάμπες.
Θυμάσαι ;
Καλοκαίρι στο λιβάδι εκείνο.
Με έβγαζες φωτογραφίες καθώς χάιδευα την ουρά ενός αλόγου.
Είχα μαζέψει στάχυα στις τσέπες μου
και να τώρα
περίπου 3 χρόνια αργότερα,
οδηγάω  τρακτέρ και φτιάχνω αχυρόμπαλες μεγάλες και βαριές,που σε καμιά τσέπη δεν χωράνε.

''Αυτό που δεν μπορώ να συνηθίσω είναι η ανάμνηση της γλυκιάς συνύπαρξης μας'' θα σου έλεγα.
Αυτό το γέμισμα στα πνευμόνια σαν να σου περισσεύει ο αέρας
Θέλω λίγο ακόμα από εκείνο το μπούκωμα
Γιατί τώρα όσο και να εισπνέω και να ρουφάω και να ταρακουνιεμαι ολόκληρη ,
συνεχώς αδειάζω.
Πνίγομαι και βήχω.
Αντιστράφηκε η διαδικασία,βλέπεις.
Αντιστράφηκε και η εξίσωση.
Συνεχώς αφαιρούμαι .
Αρνητική ύπαρξη κοντεύω να γίνω.


Μου είχες τάξει πολλά
Ταξίδια και διαδρομές στο νησί μου.
''και ας θυμώσουν οι Κυκλάδες σου'',μου είχες πει.
''Εμείς θα πάμε στο Νησί σου,θα δεις.''
Όλα δικά μας,
και τα μαλλιά σου να μπλέκονται στα ελαιόδενδρα και στα μισάνοιχτα τζάμια του αυτοκινήτου.
Μεγάλο στόμα είχες εκείνο το καιρό..
ίσως γιατί τίποτα από όλα αυτά δεν πίστεψες ποτέ σου.
ίσως γιατί ήμουν πιο γκρινιάρα από ποτέ 
και συνεχώς απαιτούσα.
Απαιτούσα.

Κοίτα,
Ακόμα και η γιαγιάκα στο απέναντι μπαλκόνι ,σήμερα έχει συντροφιά.
Και καίνε τα κεράκια στο μικρό τραπεζάκι της.
Και καίει το κόκκινο φως στο δωμάτιο της Α.
και καίγομαι κ εγώ σαν ανύπαρκτη σκιά στο τοίχο.

Πόσο άραγε αντέχει μια σκιά δίχως φως τριγύρω ;

Δίχως λίγο-ελάχιστο- φως ;




26.6.14

~

Τα μεσημέρια στο Νησί, τρεκλίζαμε από τη ζέστη.
Μελτέμια άρπαζαν τις σελίδες από τα βιβλία μας
και σαυρούλες γαργαλούσαν τις φτέρνες μας,
καθώς γεμίζαμε συνέχεια τα ποτήρια μας με παγωμένη σπιτική βυσσινάδα.
Το μαλλιά μας μπερδεμένα,
γεμάτα κόμπους και αλάτι,
Τα μαγιό μας πεταμένα στα βράχια
και ο γλυκός ήχος από το ελαφρύ αεράκι
με τα τζιτζίκια να πανηγυρίζουν καταμεσήμερο
να μας νανουρίζει,τόσο
ώστε με προσπάθεια να κρατάμε τις βλεφαρίδες μας ψηλά...

Και παρατηρείς τις γυμνές πατούσες να χοροπηδούν στη καυτή αμμουδιά,
παξιμάδια με ντομάτα σε αφημένα πιάτα
και σαρδέλες ψητές με μπόλικο μαϊντανό 
να μυρίζουν φρεσκάδα.
Χταπόδια κρεμασμένα από σχοινιά να λιάζονται,
και ο μικρός γεράκος να ανάβει τα κάρβουνα
για μια μερίδα ακόμα ψητά καλαμαράκια,
για το ζευγάρι που έφτασε από τη πρωτεύουσα και 
απεγνωσμένα θέλει να γευτεί ολόκληρο το νησί.
'' Κερασμένες ρακές και λουκούμια για σένα,μικρή μου ελαφίνα '',μου λέει
Του χαμογελώ,κλείνω τα βιβλία και σηκώνομαι να τον βοηθήσω να μεταφέρει τις καρέκλες.
Στρίβει το μουστάκι του,σκουπίζεται στη ποδιά του.
Τα άσπρα μαλλιά του θαρρείς και κάποτε ήταν καραβόπανα ,
τέτοιον αέρα έχουν εγκλωβισμένο.
Το ζευγάρι από την Αθήνα μας κοιτά καμαρωτά 
''Γιώργη, πάρε την ομορφονιά σου και ελάτε από δω να κεραστούμε'',του λένε.
Μαθαίνω πως είναι συχνοί στο Νησί,
παντρεμένοι στο μοναστήρι του Αγ,Ηλία στο λόφο της Χώρας.
Αρχιτέκτονες και οι δυο ,γεμάτοι σχέδια σε νου και δάχτυλα.
Μια παρέα νεαρών,ζητάει παγωμένες μπύρες και μεζεδάκια
και εγώ έχω ήδη αρχίσει να ζηλεύω .
Η βυσσινάδα δεν με καλύπτει πλέον.
Μιλάω με το ζευγάρι,για τη
 Αθήνα,
τα περίχωρα 
 το χθεσινό πανηγύρι στο Νότιο τμήμα του νησιού.
Με καλούν να πάω τη νύχτα μαζί τους σε ένα μπαράκι που λίγοι γνωρίζουν 
θέλει ένα μισάωρο περπάτημα για να το ανακαλύψεις,
αφού πρώτα ζαλιστείς από τις στροφές,μου λένε.
Οι νεαροί παίρνουν τις καρέκλες τους και με τις μπύρες τους ,μας συντροφεύουν.
Είναι από Γιάννενα και Πάτρα,φοιτητές και αυτοί σαν εμένα,
τελειόφοιτοι .ήδη θα πρεπε και πτυχιούχοι.
''σαν τα καλαμαράκια του κυρ Γιώργη δεν έχει''.λένε 
και το ζευγάρι επιμένει να τσιμπήσουν και αυτοί από τα πιάτα τους.
Γελάω συνέχεια,
ίσως να φταίει η ρακί ,
ίσως ο κυρ Γιώργης με τη ποδιά του που πηγαινοέρχεται γεμίζοντας πιάτα και ποτήρια,
ίσως ο Π, ο νεαρός από τη Πάτρα που  μου μιλάει για ταξίδια και αλλοτινές αυγούλες στα τριγύρω Κυκλαδίτικα νησιά.,
ίσως όμως και οι σαυρούλες που συνέχεια ξεπηδούν από τους θάμνους και με τρομάζουν.
''Πράσινε σουσουράδες,έτσι τις λένε στο νησί'',μου λέει ο Π. και το βλέμμα του , ψάχνει το δικό μου.
Έπειτα γκρινιάζουμε για τις σχολές μας,
για τις πόλεις και τα άδεια πορτοφόλια.
για τον έρωτα που απουσιάζει
και για τα κορμιά που γίνανε συλλέκτες άοσμων επαφών.
Ο κυρ Γιώργης εμφανίζεται με μια πιατέλα δροσερό κατακόκκινο καρπούζι
 και εγώ ήδη το έχω φάει με τα μάτια.
Αρπάζουμε όλοι τα κομμάτια με τα λιγότερα κουκούτσια
 και κοντεύω να πνιγώ από τα γέλια με την ταχύτητα που τα πιρούνια κινούνται στο χώρο.
Ο Κ. με τον Π. μαλώνουν για το τελευταίο κομμάτι
και ο Γ. σιχτιρίζει για τα μούσια του,που κολλάνε από τα ζουμιά .
Το νεαρό ζευγάρι θα πάει για απογευματινή βουτιά μιας και δεν έχει 5 ωρίτσες που φτάσανε στο νησί,
και τα αγόρια με καλούν στο μπιτς μπαρ της διπλανής παραλίας για χυμούς και χαλαρή μουσική.
Δέχομαι υπό τον όρο να γίνει κάποιος αντίπαλός μου στις ρακέτες
και αρχίζουν με έπαρση να ανακαλούν περσινούς αγώνες κάτω από τον καυτό ήλιο και για ηρωικές βουτιές στην άμμο για να προλάβουν τη μπάλα.
Δεν ξέρω με τι να πρωτογελάσω ,οπότε,αρπάζω τα πράγματα μου ,σκάω ένα φιλάκι στο μάγουλο του κυρ Γιώργη και του δίνω υπόσχεση πως αύριο την ίδια ώρα θα είμαστε όλοι εδώ,ξανά.
Ο ήλιος αρχίζει να γλυκαίνει.
Τα αγόρια στρίβουν τσιγάρα 
και εγώ απλώνομαι στην άμμο.
Μουσικές καλοκαιρινές,ανάλαφρες
και η θάλασσα να σκουραίνει απότομα σε κάθε πετάρισμα των ματιών..
Σκέφτομαι τη νύχτα που έρχεται,
την επιστροφή στη πόλη σε τρεις μέρες
Τον χειμώνα που απειλητικός ξεσπάει μέσα μου.
Ο Π. στέκεται από πάνω μου και τα μαλλιά του στάζουν αλμύρα στη κοιλιά μου.
Ξαφνικά το νησί σιωπά.
Πορτοκαλιά χρώματα ξεσπούν στον ουρανό και το μπιτς μπαρ γεμίζει παρέες και χαχανητά.
Ήρθε η ώρα να πηγαίνω τους λέω.
Η νύχτα πλησιάζει και οι αρχιτέκτονες θα με περιμένουν για τις
βραδινές μας περιπλανήσεις.

Καθώς απομακρύνομαι κοιτάζω τα άσπρα σπιτάκια να ξεπροβάλλουν στο λόφο.
''Μα τι ομορφιά έχουν τα καλοκαίρια δίπλα σου'' 
φωνάζω 
και είναι η σειρά των σαυρών να τρομάξουν .
και να χωθούν πίσω στους θάμνους τους..






7.6.14

ψυχοσάββατο



Πλάτη με πλάτη
και σαν γυρίσω,τάχα για να ισιώσω το φόρεμα μου ,
αντικρίζω τη σκιά σου
το είδωλο σου 
στο τζάμι.
Ξάφνου η πόλη
ο γκρίζος θόρυβος
εκεί έξω
φαντάζει μια σιωπηλή απόδραση
των κινήσεων μας.
Σηκώνεσαι 
Βήχεις.
Η υγρασία από τα ποταμίσια νερά 
και η απουσία του ήλιου σε
αρρώστησε.
Το παλτό σου κρέμεται τσαλακωμένο.
Ζητάς το λογαριασμό,
Τινάζεις τα τελευταία ψίχουλα από το γιακά σου.
Σαν να κοντοστέκεσαι λίγο,
-μήπως με κατάλαβες...-
οχι...

Για μια τελευταία φορά καρφώνεις το βλέμμα σου στη θεά
Στις σκέπες.
Η πόλη των σκεπών σκέφτεσαι,
Βαδίζοντας στους δρόμους,
χρειάζεται να περπατάς με ανασηκωμένο λαιμό,
μέχρι που πονάει το σβέρκο σου
και σαν βρίσκεσαι ψηλά,
νιώθεις τα μάτια σου να θέλουν να γύρουν,
να ξεχάσουν τις αλληλουχίες  κτιρίων,
τις φτερωτές ανάσες πουλιών 
που χαϊδεύουν νωχελικά τις οροφές αυτών.
.
Ίσως ει ναι το τελευταίο σου απόγευμα στη πόλη.
Ίσως δεν ήρθες εδώ για να μείνεις. 
Δεν αναζητάς δουλεία.
Δεν απόδρασες από μια νότια ασφυκτιακη καθημερινότητα 
Ήταν για σενα  ένα ταξίδι αναψυχής,
αναζήτησης του χαμένου κοριτσιού
που άδικα ξέφυγε μέσα από τα μπράτσα σου το περσινό καλοκαίρι στη χώρα της Αμοργού,
ίσως απλά ένα φτηνό εισιτήριο που ξετρύπωσες στο διαδίκτυο 
και είπες
΄΄δεν χάνω και κάτι να αλλάξω παραστάσεις για τρεις μερούλες''..

Δεν με συνάντησες.
Ούτε καθώς έβαζες τη καρέκλα στη θέση της,

Μήτε ακόμα και όταν έπεσε χάμω το κασκόλ σου ,
και απλώθηκε στα πόδια του τραπεζιού μου.

Έσκυψα να το πάρω,μα το είχες ήδη 
βιαστικά τραβήξει προς το μέρος σου,
δυσανασχετώντας..

Σε χάζευα να απομακρύνεσαι
με ένα βήμα αργόσυρτο 
ξεχειλισμένο φυγή
μα συνάμα με μια δόση καταπίεσης και ανημποριάς 
Συμβιβασμένος μου έμοιασες
Με τη ζωή που οι άλλοι σου επέλεξαν
Με το ταξίδι που μια ονλαιν σελίδα σου χάρισε,
Με την τύχη του να βρεθείς στο συγκεκριμένο μαγαζί και να ανέβεις 5 ορόφους,95 πλατύσκαλα
και να νιώσεις τα σύννεφα να σε συντρίβουν
μέσα από τη μεγάλη τζαμαρία.,
Συμβιβασμένος με τις μουσικές που τα πρωινά ακούς στους ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς
και με τα σάντουιτς με σολομό και περίεργες σος
που σου φέρνουν ανακατωσούρα.

Είχα τελειώσει
.σκούπισα με τη χαρτοπετσέτα τα σκασμένα μου χείλη.
Το κρύο ακόμα να το συνηθίσει το δέρμα μου.
Στο τραπέζι που πριν λίγο δέσποζε η πλάτη σου,
κάθισε ένα νεαρό ζευγάρι γύρω στα 25.
η Κοπέλα καστανόξανθη με πράσινα μάτια
και ένα τιρκουαζ μακρύ παλτό
και το Αγόρι με πυρρόξανθο μαλλί,αραιά γένια και κοτλέ πανωφόρι.
Αυτή φαινόταν κουρασμένη
κι αυτός πιο χαμένος από ποτέ.
Έπαιζε στα χέρια του τον κατάλογο ,
ενώ έριχνε λοξές ματιές στο κτήριο που πριν λίγο δεν είχες πάψει να παρατηρείς.
Η κοπέλα κάθε τόσο πείραζε τα μαλλιά της,
σαν να σκεφτόταν δικαιολογίες για το πως θα  ξεφύγει,
πως θα σηκωθεί να τρέξει μακρυά του.
Έμοιαζαν να ναι παιδιά τούτης της πόλης,
και το μαγαζί σαν κάποιο αλλοτινό τους στέκι
που μοιραζόταν τις ερωτικές τους τρέλες.
Θαρρείς πως μέχρι και το τραπεζάκι αυτό,
η γωνίτσα αυτή τους άνηκε,
έγραφε τα ονόματα τους.
Ξεθωριασμένα όμως πια 

Ήθελα επειγόντως τον παγωμένο αέρα να γδάρει τα μάγουλα μου,
το κρανίο μου.
Τα 95 σκαλιά  μου φάνηκαν 2 βήματα χρόνος.
Στη Π. είχε αρχίσει ήδη να νυχτώνει...
και η ιδέα μιας βόλτας στο άδειο πλακόστρωτο
φάνταζε υπέροχη.