30.6.15

κάπου ανάμεσα στο Βορρά και στο Νότο

Για μίλησέ μου για θλίψη και τρίχες ενός μέτρου
και ξυπόλητους καπνιστές στο μετρονόμο
και γι αυτό το θόρυβο που βγαίνει από το μετρονόμο
και για τη σιγή της θέας
που συνοδεύει το θόρυβο του μετρονόμου
και για την αποκαθήλωση του τσιγάρου
ανάμεσα στο θόρυβο και στη θέα.

Αγνοείς τη γλώσσα σου
και δακρύζεις
μα όχι είναι απλά ένα σκουπιδακι που μπήκε στο μάτι σου
μα αυτό δεν είναι σκουπιδάκι είναι ολόκληρος ο κάδος ανακύκλωσης γυαλιού

και εδώ είναι Φλεβάρης
μονάχα οι ηχογραφήσεις απουσιάζουν
και η κατανάλωση ψωμιού αυξήθηκε
και αυτoι οι ανεμοδαρμενοι γλάροι
που λιγόστεψαν ξαφνικά
πέσανε σε πετρελαιοκηλίδες, ποιος ξέρει ;
και τα καράβια φεύγουν για το Νότο
και θα αρχίσουν να μας χρεώνουν για τα παραπανίσια ''και''
και
και θα χα αλήθεια πολλά να διηγηθώ μα πόνεσε η πλάτη μου από το βάρος

εκμαγείο

Υπάρχουν κι άλλοι που παίζουν με τα κρόσσια του τραπεζιού τις νύχτες,
όταν κρύβονται από τις αναμνήσεις του αγαπημένου τους μακρινού σκιάχτρου.
Γυρνάω τριγύρω και αναμετρώ τις γωνίες του δωματίου
  Σε κάθε δεξιόστροφη γύρα τις βρίσκω 3 
Σε κάθε αριστερόστροφη 7,
σαν τις ελιές του δεξιού και αριστερού σου καρπού.
Μου λείπει το ανασηκωμένο σου τσουλούφι 
τις κρύες μεσημεριανές βόλτες κοντά στις ράγες της Χρατζάνσκα,
καθώς το φως χανόταν όλο και πιο πίσω από τα σύννεφα
και τα ψωμάκια στα καλάθια του Α μαλάκωναν από την υγρασία.

Στης 12 συντονίζομαι στην ωδική βοήθεια.
Βουτάω τα ακροδάχτυλα μου στο νερό και πασπατεύω κομμάτια πηλού.
έπειτα καταπιάνομαι με άγνωστα διηγήματα και κάπου εκεί έρχεσαι και εσύ.
Πλάι στους γλάρους μου,
στη μοναξιά μου 
και στα διάσπαρτα αγγλικά Τσέχων ,
κοντοζυγώνεις με τη βαριά σου φορεσιά και το σύνηθες αδιάφορο ύφος.

Το παράθυρο είναι μισάνοιχτο ,
αναγνώριζες οτι λείπω από το μισάνοιχτο παράθυρο.
Έλειπα.

Και να που τώρα το παράθυρο θα ναι κλειστό, κλειδαμπαρωμένο.
Σιωπή λίγων ωρών 
¨¨Μακρόσυρτο σούρουπο το σημερινό για το σπίτι στην οδό Puscinovo namesti,¨¨ 
θα έλεγαν τα τσέχικα ραδιόφωνα
μα εδώ μια εξέγερση διχασμένη σε ΟΧΙ και ΝΑΙ 
συνοδεύει την απελπισία μου.

Ήμουν σχεδόν σίγουρη πώς κάτι ξεχνούσα 
καθώς ο Ιούνης ενέπνεε τη τελευταία των τελευταίων του ρουφηξιά,
μα στο καθρέφτη μονάχα τη ραχοκοκαλιά μου αντίκρισα.
Πουθενά οι αναμνήσεις

και η βρύση του μπάνιου συνεχίζει

 να στάζει.





και να στάζει

και ξάφνου θαρρώ,

σε είδα να στάζεις και εσύ.