14.9.16

βραστή πατάτα

Tα μεσημέρια συνηθίζαμε να τρώμε βραστές πατάτες με ξηρό κρεμμύδι και μαϊντανό από το παρτέρι.Εγώ γκρίνιαζα πάντα για λίγη κάπαρη,ξαλμυρισμένη την ήθελα και έτσι ανακατεμένη με μπόλικα καπαρόφυλλα να μου θυμίζουν τις σιέστες στο Νησί.Ορέξεις πολυτελείας τις ονόμαζε η Μαμά.Που κάπαρη στην άσφαλτο,στην τρύπα της γκρίζας ασφυκτικής ουρμπανίλας που ζούμε αγάπη μου ; Χα. Κάθε μέρα πατάτες όμως. Ανεξαιρέτως. Ο μπαμπάς ήθελε να γίνει πρωταγωνιστής της αγαπημένης του ταινίας,βλέπεις.Ναι ναι Μπέλα Ταρ που διδαχθήκαμε και στα αμφιθέατρα του σπιτιού μας.Μονάχα το ασπρόμαυρο μας έλειπε, γουλιές από το φρουτένιο μπράντι και ένα άλογο να μας ανεβοκατεβάζει στο κέντρο της πόλης.

Ελία.Βεβία.
Έκανε απαρηγόρητη ζέστη.Είχαμε μείνει κλεισμένοι στο μπουντρούμι σου με τα δυο μονά κρεβάτια και τη βαλίτσα σου ακόμα γεμάτη από την εποχή των Πασχαλιών και των πυροτεχνημάτων.Είχες μόλις κάνει ντουζ και ολόκληρος μοσχομύριζες πράσινο σαπούνι αλλά εργοστασίου με ετικέτα προέλευσης Χ.. Στάζαμε και ξεροβήχαμε και καταπίναμε συνέχεια όσο σάλιο σώζαμε από τη ξεραΐλα της σχέσης..Ένιωθα βαριά άρρωστη,παγιδευμένη μέσα σε ένα σώμα που δεν μου άνηκε,δεν μας άνηκε.Χωρίς να το καταλάβεις είχα μείνει με το βρακί και το ένα χέρι ριγμένο στο κενό να τραβάει δροσιά.Η σκύλα σου, περιφερόταν στο χωλάκι και εσύ είχες αρχίσει να τα βάζεις με το παραθυράκι της κουζίνας που είχε σφηνώσει και δεν μπορούσαμε να δροσιστούμε στάλα σε αυτό το σκατόσπιτο.Ή ώρα σαν να στεκόταν εκεί ανάμεσα στην άγρια νύχτα και στη νεοφερμένη αυγούλα..Είχε κολλήσει..Κόιταζα κρυφά το ρολόι μετρώντας τι ώρες που απομένουν για να πάω δουλειά,να τελειώσει το μαρτύριο.Το Ποδήλατό μου ήταν ακριβώς έξω από τη κάμαρη σου και ξαφνικά ένιωσα ένα αεράκι να μου χαϊδεύει τις πατούσες.Σε ξεκόλλησα βίαια από πάνω μου,σε πέταξα στο μπρούτζινο στήριγμα του κρεβατιού,σε είδα στο σκοτάδι να λιώνεις από καύλα και επανάσταση, αηδίασα, μάζεψα τα υγρά μου μαγιό,το παρεό και το μπλουζάκι με το ζωγραφιστό κοράλλι. Ψιθύριζες το όνομά μου,απανωτά, ακούσια, θαρρείς και είχες πατήσει το play στο κασετόφωνο. Αηδίαζα σε χρόνο διαρκείας.Ήταν 4 ,ναι η ώρα αυτή που δεν ξέρεις αν αξίζει να κοιμηθείς ή να περιμένεις να πέσει το πρώτο φως του ουρανού στα ασβεστωμένα σπιτάκια του χωριού.Ανέβηκα στο ποδήλατο.Κατέβηκα τα σκαλοπάτια της εκκλησίας για να βγω στη πλατεία και από κει αφέθηκα στη τεράστια κατηφόρα σύριζα με τα χωράφια και τα ξανθισμένα στάχυα του Ιουλίου.Ξημέρωνε κάπου πιο πέρα από ‘μένα,κάπου που δεν είχε φτάσει ακόμα κάτι από μένα καθώς ο Ιούλης ξεψυχούσε ,αφήνοντας γεύση γλυκάνισου και αλμύρας στο δέρμα μας
EλίαΒεβία, καλοκαίρι 2016,Αποσπασμα

20.5.16


Συνομιλώ με γεωμετρικά σχήματα
Με Αγκαθωτές φουσκωτές μορφές.
Νυχτώνει και οι γλάροι σε ακολουθούν στις κατηφόρες.
όλα βιάζονται να ξοδευτούν, 
και τρέχεις να προλάβεις τη φίλη σου
και τη κυνηγάς με το μηχανάκι επί της Αγίου Δημητρίου 
και φωνάζεις το όνομά της
Ποιος σε ακούει;
Σε πιάνει κόκκινο και έχεις ζαλιστεί και ακούς σειρήνες
Σειρήνες του ουρανού ,
του ουρανού αγκαθωτά σινιάλα.
Και ξάφνου εκεί στη μέση του δρόμου
αγνοείς την άσφαλτο,τις κλούβες του προξενείου,τα σακούλια που κρύβεις
κάπου εκεί στην αρχή του γυρισμού σου,
κλειδώνεις το τιμόνι 
βγάζεις το όπλο σου
και σημαδεύεις τα αγκάθια στη τιρκουαζ παλέτα.

7.5.16

κιρκάδια δυσρυθμία

Γιατί να μην σε έχω ας πούμε
εδώ να μπλέκεις τα δάχτυλα σου μέσα στα μαλλιά μου
να ανασηκώνεις το μαξιλάρι για να με φέρεις πιο κοντά
πιο κοντά σου.
Να τυλίγεται το πάπλωμα γύρω σου,
καθώς σε τραβάω πάνω μου.
Γιατί να μην αναπνέεις τη γκριζίλα του ουρανού
σήμερα,
εδώ
εδώ
Να σπρώχνεις με το παράμεσο τα κόκκινη αφρικάνικη σκόνη από τα κάγκελα της εξώπορτας μου.
Να βάζεις τζαζ κασέτες στο <<γομάρι το κασετόφωνο>> όπως το λες
να μου μιλάς για το πόσα λεφτά -τότε- αγόρασες τα τρανά σου ηχεία.
για το πόσο μισείς τη μουσική από τους υπολογιστές
για το πόσο μισείς το σώμα μου
που φεύγει όποτε γουστάρει.
Να ξεσπάς τα σύνδρομα σου όταν δεν σε κοιτώ και χάσκω από το παράθυρο.
‘’Ποια είναι η μανία σου με τα παράθυρα ;’’,να με ρωτάς
Μεγάλωσα με αυτά .
Ήμουν το κοριτσάκι με τα καστανά καρέ μαλλιά που τράβαγε τις κουρτίνες και έσπαγε εκείνα τα μικρά λευκά πλαστικά γατζάκια.
Τα μισούσα εκείνα τα γατζάκια.
Ποιος τα γαμάει τα γατζάκια !
Να συνεχίζεις να ξεσπάς τα σύνδρομα σου
Να μου φαίνονται αστεία όταν τα συγκρίνω με τα δικά μου.
Να μου φαίνεσαι αστείος με τα ανακατεμένα σου μούσια και το φαρδύ σου φούτερ.
Να θέλω να σου κλέψω το φούτερ
Να θέλω να σου κλέψω φιλιά και εκείνο το μικρό τσίγκινο κουτί που το χεις να στέκει άδειο στο συρτάρι.
Δεν σου δίνω τίποτα,μικρή
Μοιράζομαι Εμένα .
Την άφησε στο δωμάτιό του με τις θάλασσες του και τα βαθυπράσινα σεντόνια του 
Και αυτή έμεινε εκεί να σκαλίζει τη χλόη με τα πέλματά της 
να αναζητά τις κραυγές που της ξέφυγαν την περασμένη νύχτα
να μαζεύει τις κλωστές από το ξηλωμένο της Εγώ.
Της τα άρπαξε όλα.
Ούτε βελόνα δεν άφησε.
Άνοιξε τότε τη μεγάλη μπαλκονόπορτα να μπουν μελτέμια να διώξουν τη μυρωδιά του,
ενώ αυτή ακουμπισμένη στο στρώμα άρχισε να κάνει κουβάρι τις κλωστές .
Είχε γεμίσει κουβάρια από ξηλωμένους εαυτούς.
Πνιγόταν πλέον από μεταξένια νήματα.
Δεν είχε άλλο χώρο .  
Δεν είχε άλλο τίποτα να δώσει.

γύψος

Πηλός.
Θα σε ντύσω με το λευκό αυτό μανδύα
που καφετιάζει μόλις στεγνώσει 
Θα κολλήσω πάνω σου μυσταγωγικά 
Θα λουστώ την αέναη μάζα της γύμνιας μας
και με τα ακροδάχτυλα θα λειάνω τις γωνίες μας,
Θα δώσω μορφή στη νέα μας οντότητα ,
Θα μας τροχίσω
και έπειτα αργά,προσεκτικά,θα τοποθετήσω το ‘’Εμάς’’ στο ράφι δίπλα στο παράθυρο που βλέπει τη λεμονιά του κήπου,
Θα ‘’μας’’ αφήσω εκεί να απορροφήσουμε την υγρασία μας,να ρουφήξουμε τη περίσσεια των υγρών μας.
και με το πρώτο Νοτιά, 
καθώς το φως θα πολλαπλασιάζεται γεωμετρικά ,
θα αρχίσω με πινέλα να τραβάω γραμμές,
να <<πιτσιλιάζω>> το σύμπαν μας
να χρωματίζω τις καμπυλότητες του προδομένου μας εγωισμού.
Και η Άνοιξη θα ρθει Εκεί 
Ναι τη στιγμή,
τη στιγμή εκείνη
που θα ανοίξεις τη πόρτα, θα αφήσεις τα κλειδιά στο τσίγκινο
και θα πεις,
‘’Άραγε τόσο πανέμορφοι θα είμασταν αν γεννιόμασταν μαζί ;’’