7.6.14

ψυχοσάββατο



Πλάτη με πλάτη
και σαν γυρίσω,τάχα για να ισιώσω το φόρεμα μου ,
αντικρίζω τη σκιά σου
το είδωλο σου 
στο τζάμι.
Ξάφνου η πόλη
ο γκρίζος θόρυβος
εκεί έξω
φαντάζει μια σιωπηλή απόδραση
των κινήσεων μας.
Σηκώνεσαι 
Βήχεις.
Η υγρασία από τα ποταμίσια νερά 
και η απουσία του ήλιου σε
αρρώστησε.
Το παλτό σου κρέμεται τσαλακωμένο.
Ζητάς το λογαριασμό,
Τινάζεις τα τελευταία ψίχουλα από το γιακά σου.
Σαν να κοντοστέκεσαι λίγο,
-μήπως με κατάλαβες...-
οχι...

Για μια τελευταία φορά καρφώνεις το βλέμμα σου στη θεά
Στις σκέπες.
Η πόλη των σκεπών σκέφτεσαι,
Βαδίζοντας στους δρόμους,
χρειάζεται να περπατάς με ανασηκωμένο λαιμό,
μέχρι που πονάει το σβέρκο σου
και σαν βρίσκεσαι ψηλά,
νιώθεις τα μάτια σου να θέλουν να γύρουν,
να ξεχάσουν τις αλληλουχίες  κτιρίων,
τις φτερωτές ανάσες πουλιών 
που χαϊδεύουν νωχελικά τις οροφές αυτών.
.
Ίσως ει ναι το τελευταίο σου απόγευμα στη πόλη.
Ίσως δεν ήρθες εδώ για να μείνεις. 
Δεν αναζητάς δουλεία.
Δεν απόδρασες από μια νότια ασφυκτιακη καθημερινότητα 
Ήταν για σενα  ένα ταξίδι αναψυχής,
αναζήτησης του χαμένου κοριτσιού
που άδικα ξέφυγε μέσα από τα μπράτσα σου το περσινό καλοκαίρι στη χώρα της Αμοργού,
ίσως απλά ένα φτηνό εισιτήριο που ξετρύπωσες στο διαδίκτυο 
και είπες
΄΄δεν χάνω και κάτι να αλλάξω παραστάσεις για τρεις μερούλες''..

Δεν με συνάντησες.
Ούτε καθώς έβαζες τη καρέκλα στη θέση της,

Μήτε ακόμα και όταν έπεσε χάμω το κασκόλ σου ,
και απλώθηκε στα πόδια του τραπεζιού μου.

Έσκυψα να το πάρω,μα το είχες ήδη 
βιαστικά τραβήξει προς το μέρος σου,
δυσανασχετώντας..

Σε χάζευα να απομακρύνεσαι
με ένα βήμα αργόσυρτο 
ξεχειλισμένο φυγή
μα συνάμα με μια δόση καταπίεσης και ανημποριάς 
Συμβιβασμένος μου έμοιασες
Με τη ζωή που οι άλλοι σου επέλεξαν
Με το ταξίδι που μια ονλαιν σελίδα σου χάρισε,
Με την τύχη του να βρεθείς στο συγκεκριμένο μαγαζί και να ανέβεις 5 ορόφους,95 πλατύσκαλα
και να νιώσεις τα σύννεφα να σε συντρίβουν
μέσα από τη μεγάλη τζαμαρία.,
Συμβιβασμένος με τις μουσικές που τα πρωινά ακούς στους ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς
και με τα σάντουιτς με σολομό και περίεργες σος
που σου φέρνουν ανακατωσούρα.

Είχα τελειώσει
.σκούπισα με τη χαρτοπετσέτα τα σκασμένα μου χείλη.
Το κρύο ακόμα να το συνηθίσει το δέρμα μου.
Στο τραπέζι που πριν λίγο δέσποζε η πλάτη σου,
κάθισε ένα νεαρό ζευγάρι γύρω στα 25.
η Κοπέλα καστανόξανθη με πράσινα μάτια
και ένα τιρκουαζ μακρύ παλτό
και το Αγόρι με πυρρόξανθο μαλλί,αραιά γένια και κοτλέ πανωφόρι.
Αυτή φαινόταν κουρασμένη
κι αυτός πιο χαμένος από ποτέ.
Έπαιζε στα χέρια του τον κατάλογο ,
ενώ έριχνε λοξές ματιές στο κτήριο που πριν λίγο δεν είχες πάψει να παρατηρείς.
Η κοπέλα κάθε τόσο πείραζε τα μαλλιά της,
σαν να σκεφτόταν δικαιολογίες για το πως θα  ξεφύγει,
πως θα σηκωθεί να τρέξει μακρυά του.
Έμοιαζαν να ναι παιδιά τούτης της πόλης,
και το μαγαζί σαν κάποιο αλλοτινό τους στέκι
που μοιραζόταν τις ερωτικές τους τρέλες.
Θαρρείς πως μέχρι και το τραπεζάκι αυτό,
η γωνίτσα αυτή τους άνηκε,
έγραφε τα ονόματα τους.
Ξεθωριασμένα όμως πια 

Ήθελα επειγόντως τον παγωμένο αέρα να γδάρει τα μάγουλα μου,
το κρανίο μου.
Τα 95 σκαλιά  μου φάνηκαν 2 βήματα χρόνος.
Στη Π. είχε αρχίσει ήδη να νυχτώνει...
και η ιδέα μιας βόλτας στο άδειο πλακόστρωτο
φάνταζε υπέροχη. 








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου