24.5.14

πες μου που θα πας,να σου πω που θα ΄μαι


Στην Α. 


Δεν θυμάμαι τη πρώτη φορά που έφτασα στο σπίτι σου,
Τη φωνή σου από το θυροτηλέφωνο να μου λέει
''Στο δεύτερο''
το βλέμμα σου στο άνοιγμα της πόρτας.
Δεν θυμάμαι καν πώς μπόρεσα και ήπια 
εκείνον τον φραπέ τον αχτύπητο,που μου είχες κάνει.

Που να ήξερα.

Το σπιτάκι σου.
Με την απόλυτη κυριαρχία του μωβ κ το κόκκινο τρελιάρικο πορτ τατιφ
με το καρό τραπεζομάντιλο 
-στα χρώματα μου-
και τα ψίχουλα από πολύσπορα ψωμιά,
με τα συνήθως άπλυτα πιάτα και κούπες που 
δεν με αφήνεις να πλένω,μήτε και να σκουπίζω,
με το ψυγείο και τα σημειωματάκια από περσινά ξενύχτια,
πρωινές αργοπορίες,ευχαριστήριους αποχαιρετισμούς και περιτυλίγματα από σοκολάτες
-δεν ξεχνώ το μαγνητάκι Θανάσης,που πρόσφατα προστέθηκε -
τον καναπέ σου που φιλοξένησε ύπνους με τις δυο μας ,
τις τρεις μας-καθέτως-
και τη κάθε μια μόνη της.
με το κάλυμμα
που πέφτει και τις βελούδινες κουβέρτες που συνήθως κάθε βδομάδα πλένεις
-εξαιρείται το διάστημα πριν τα Χριστούγεννα και η απλυσιά που κουβαλούσε ίσως ηθελημένα-
Η κουνιστή πολυθρόνα
εκεί στη γωνίτσα,
-που τόσο αγαπάς-
πλάι στο τραπεζάκι με το τηλέφωνο,
που κάθεσαι και μιλάς στη Μαμά και θυμώνεις και κοκκινίζεις και μαλώνεις
-κυρίως με τον εαυτό σου-
και εγώ από απέναντι γελώ σου κάνω νόημα να ηρεμήσεις,
''μην μιλάς έτσι'',σου λέω,
μα εσύ δεν ακούς.
Ανοίγεις το ραδιόφωνο,
είναι μεσημέρι.
αντηχεί η φωνή του Τσ.,
μιλάει για πλατείες στο κέντρο της πόλης,
για τη βροχή που λερώνει τα παπούτσια μουσάτων αγοριών,
για κορίτσια που σχεδιάζουν σε τραπέζια πλανόδιων καφέ 
για εμάς τις δυο που καθόμαστε και κοιτάμε από το παράθυρο το δέντρο απέναντι
-θα το αναγνωρίσουμε μια μέρα-
να ρίχνει φύλλα,
τον ουρανό να σκοτεινιάζει,
το αγόρι με την κόκκινη μπλούζα να καπνίζει στα μουλωχτά τσιγάρα στο μπαλκόνι,
το χούφταλο να σεργιανίζει αλήτικα με τον κουρέα της γειτονιάς
Διαφημίσεις έπειτα
και σειρές παλιές ,καινούργιες,
επαναλήψεις.
Τρέχω πρώτη ,
σωριάζομαι στη μεριά του κρεβατιού,πλάι στο μπαλκόνι.
ένα μπουκάλι νερό 
και εσύ να στεγνώνεις μαλλιά στης 4 το πρωί.
σε 4 ώρες αγρόκτημα και σπορά..
Σε ξυπνώ τα χαράματα και εσύ μουρμουρίζεις
 Εγώ φτιάνω τσάι και σε περιμένω 
και σε αγχώνω καθώς ανοίγω την εξώπορτα ενώ εσύ ακόμα φοράς παπούτσια,
και κοιτώ ύπουλα τη πόρτα της γειτόνισσας και χασκογελάμε καθώς χοροπηδάμε στα σκαλιά.
Ο χειμώνας 
σαν να γλίτωσε από μας
Το Καλοκαιράκι σαν ήδη να νοσταλγεί τις κοινές στιγμές μας..
Μένει ένας μήνας και λίγες μέρες
 για να
πλένουμε το μπαλκόνι παρέα,
να σου μιλάω με ενθουσιασμό και τσαντίλα 
και να μου απαντάς σαν Κριός,
να παίρνουμε νερά αύρα και φρέντο εσπρεσσο από τον Θράσο
και να φτιάχνουμε σαλάτες με κρεμμύδια από τον Αλέκο.
Να μου κάνεις νιάνιο
και εγώ μιμιμιμι
και αμέσως να λες πως όλο αυτό πρέπει να σταματήσει γιατί δεν μας κάνει καλό
και εγώ να τραβάω φωτογραφίες και να στις δείχνω και έπειτα να ξεχυνόμαστε στον Χαίνη για τσαι,
μα να πίνουμε ρακόμελα
και ας ζέστανε ο καιρός
και ας είναι ακριβό
και ας δεν χωράμε πια στα περσινά μας παντελόνια..

Γιατί έμειναν 38 μέρες ακόμα κοινής συνύπαρξης 
σε αυτή τη πόλη που τόσο μας πληγώνει,
μα συνάμα που χωρίς αυτήν
δεν θα είχε βρει η Α. την Α.
Η Α. την Α.

Και πες μου 
πως θα ήταν ο κόσμος άραγε,
χωρίς τα σούργελά μας ; 




2 σχόλια:

  1. Και εμενα ενας μηνας μου εμεινε στη πολη. Το κειμενο μου θυμισε τον συγκατοικο. Πανω που ειχα ξεμεινει απο ταινιες πηρα μερικες ιδεες απο το προφιλ σου :) καλως σε βρηκα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. καλημέρα.
    ένας μήνας ισον κανένας.
    ενας μηνας για να την αποχαιρετήσεις και να φύγεις γι κάπου αλλού μακρυά..
    η Θεσσαλονίκη μυρίζει φυγή..

    Να σαι καλα λοιπόν .
    (ετοιμάζομαι να ρίξω βλέφαρα στο δικό σου μπλογκ)

    φιλιά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή