26.6.14

~

Τα μεσημέρια στο Νησί, τρεκλίζαμε από τη ζέστη.
Μελτέμια άρπαζαν τις σελίδες από τα βιβλία μας
και σαυρούλες γαργαλούσαν τις φτέρνες μας,
καθώς γεμίζαμε συνέχεια τα ποτήρια μας με παγωμένη σπιτική βυσσινάδα.
Το μαλλιά μας μπερδεμένα,
γεμάτα κόμπους και αλάτι,
Τα μαγιό μας πεταμένα στα βράχια
και ο γλυκός ήχος από το ελαφρύ αεράκι
με τα τζιτζίκια να πανηγυρίζουν καταμεσήμερο
να μας νανουρίζει,τόσο
ώστε με προσπάθεια να κρατάμε τις βλεφαρίδες μας ψηλά...

Και παρατηρείς τις γυμνές πατούσες να χοροπηδούν στη καυτή αμμουδιά,
παξιμάδια με ντομάτα σε αφημένα πιάτα
και σαρδέλες ψητές με μπόλικο μαϊντανό 
να μυρίζουν φρεσκάδα.
Χταπόδια κρεμασμένα από σχοινιά να λιάζονται,
και ο μικρός γεράκος να ανάβει τα κάρβουνα
για μια μερίδα ακόμα ψητά καλαμαράκια,
για το ζευγάρι που έφτασε από τη πρωτεύουσα και 
απεγνωσμένα θέλει να γευτεί ολόκληρο το νησί.
'' Κερασμένες ρακές και λουκούμια για σένα,μικρή μου ελαφίνα '',μου λέει
Του χαμογελώ,κλείνω τα βιβλία και σηκώνομαι να τον βοηθήσω να μεταφέρει τις καρέκλες.
Στρίβει το μουστάκι του,σκουπίζεται στη ποδιά του.
Τα άσπρα μαλλιά του θαρρείς και κάποτε ήταν καραβόπανα ,
τέτοιον αέρα έχουν εγκλωβισμένο.
Το ζευγάρι από την Αθήνα μας κοιτά καμαρωτά 
''Γιώργη, πάρε την ομορφονιά σου και ελάτε από δω να κεραστούμε'',του λένε.
Μαθαίνω πως είναι συχνοί στο Νησί,
παντρεμένοι στο μοναστήρι του Αγ,Ηλία στο λόφο της Χώρας.
Αρχιτέκτονες και οι δυο ,γεμάτοι σχέδια σε νου και δάχτυλα.
Μια παρέα νεαρών,ζητάει παγωμένες μπύρες και μεζεδάκια
και εγώ έχω ήδη αρχίσει να ζηλεύω .
Η βυσσινάδα δεν με καλύπτει πλέον.
Μιλάω με το ζευγάρι,για τη
 Αθήνα,
τα περίχωρα 
 το χθεσινό πανηγύρι στο Νότιο τμήμα του νησιού.
Με καλούν να πάω τη νύχτα μαζί τους σε ένα μπαράκι που λίγοι γνωρίζουν 
θέλει ένα μισάωρο περπάτημα για να το ανακαλύψεις,
αφού πρώτα ζαλιστείς από τις στροφές,μου λένε.
Οι νεαροί παίρνουν τις καρέκλες τους και με τις μπύρες τους ,μας συντροφεύουν.
Είναι από Γιάννενα και Πάτρα,φοιτητές και αυτοί σαν εμένα,
τελειόφοιτοι .ήδη θα πρεπε και πτυχιούχοι.
''σαν τα καλαμαράκια του κυρ Γιώργη δεν έχει''.λένε 
και το ζευγάρι επιμένει να τσιμπήσουν και αυτοί από τα πιάτα τους.
Γελάω συνέχεια,
ίσως να φταίει η ρακί ,
ίσως ο κυρ Γιώργης με τη ποδιά του που πηγαινοέρχεται γεμίζοντας πιάτα και ποτήρια,
ίσως ο Π, ο νεαρός από τη Πάτρα που  μου μιλάει για ταξίδια και αλλοτινές αυγούλες στα τριγύρω Κυκλαδίτικα νησιά.,
ίσως όμως και οι σαυρούλες που συνέχεια ξεπηδούν από τους θάμνους και με τρομάζουν.
''Πράσινε σουσουράδες,έτσι τις λένε στο νησί'',μου λέει ο Π. και το βλέμμα του , ψάχνει το δικό μου.
Έπειτα γκρινιάζουμε για τις σχολές μας,
για τις πόλεις και τα άδεια πορτοφόλια.
για τον έρωτα που απουσιάζει
και για τα κορμιά που γίνανε συλλέκτες άοσμων επαφών.
Ο κυρ Γιώργης εμφανίζεται με μια πιατέλα δροσερό κατακόκκινο καρπούζι
 και εγώ ήδη το έχω φάει με τα μάτια.
Αρπάζουμε όλοι τα κομμάτια με τα λιγότερα κουκούτσια
 και κοντεύω να πνιγώ από τα γέλια με την ταχύτητα που τα πιρούνια κινούνται στο χώρο.
Ο Κ. με τον Π. μαλώνουν για το τελευταίο κομμάτι
και ο Γ. σιχτιρίζει για τα μούσια του,που κολλάνε από τα ζουμιά .
Το νεαρό ζευγάρι θα πάει για απογευματινή βουτιά μιας και δεν έχει 5 ωρίτσες που φτάσανε στο νησί,
και τα αγόρια με καλούν στο μπιτς μπαρ της διπλανής παραλίας για χυμούς και χαλαρή μουσική.
Δέχομαι υπό τον όρο να γίνει κάποιος αντίπαλός μου στις ρακέτες
και αρχίζουν με έπαρση να ανακαλούν περσινούς αγώνες κάτω από τον καυτό ήλιο και για ηρωικές βουτιές στην άμμο για να προλάβουν τη μπάλα.
Δεν ξέρω με τι να πρωτογελάσω ,οπότε,αρπάζω τα πράγματα μου ,σκάω ένα φιλάκι στο μάγουλο του κυρ Γιώργη και του δίνω υπόσχεση πως αύριο την ίδια ώρα θα είμαστε όλοι εδώ,ξανά.
Ο ήλιος αρχίζει να γλυκαίνει.
Τα αγόρια στρίβουν τσιγάρα 
και εγώ απλώνομαι στην άμμο.
Μουσικές καλοκαιρινές,ανάλαφρες
και η θάλασσα να σκουραίνει απότομα σε κάθε πετάρισμα των ματιών..
Σκέφτομαι τη νύχτα που έρχεται,
την επιστροφή στη πόλη σε τρεις μέρες
Τον χειμώνα που απειλητικός ξεσπάει μέσα μου.
Ο Π. στέκεται από πάνω μου και τα μαλλιά του στάζουν αλμύρα στη κοιλιά μου.
Ξαφνικά το νησί σιωπά.
Πορτοκαλιά χρώματα ξεσπούν στον ουρανό και το μπιτς μπαρ γεμίζει παρέες και χαχανητά.
Ήρθε η ώρα να πηγαίνω τους λέω.
Η νύχτα πλησιάζει και οι αρχιτέκτονες θα με περιμένουν για τις
βραδινές μας περιπλανήσεις.

Καθώς απομακρύνομαι κοιτάζω τα άσπρα σπιτάκια να ξεπροβάλλουν στο λόφο.
''Μα τι ομορφιά έχουν τα καλοκαίρια δίπλα σου'' 
φωνάζω 
και είναι η σειρά των σαυρών να τρομάξουν .
και να χωθούν πίσω στους θάμνους τους..






2 σχόλια:

  1. ωραια κυλαει το καλοκαιρι σου. ιδανικη εποχη για random γνωριμιες οντας οι περισσοτεροι πιο απελευθερωμενοι. παντως η σαυρα στη φωτο μου φαινεται αταραχη :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. χαχαχα
    Ας κυλούσε έτσι το καλοκαίρι και ας μην τρόμαζα τις σαυρούλες.
    Συμφιλιώθηκε με τη σκιά και τις γυμνές πατούσες της κοπέλας..

    λα λαλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή