1.1.15

οι γάμπες της

Χτυπάει κουδούνια και καίγονται ασφάλειες.
μπαίνει ένας χρόνος 
τυλιγμένος με κουβέρτες 
,κεριά διασκορπισμένα
 και ζαλισμένες ματιές
 σε κόκκινα χείλη.

Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα 
οι γάμπες της αντανακλούσαν ψυχασθένεια..  

Την πλησίασα .
Κρατούσα ένα τασάκι με αποτσίγαρα .
<<Θέλεις να καταθέσεις τίποτα>>,της λέω και προσφέρω το πήλινο τασάκι.
<<Τον είδες;>>,μου λέει.
<<Φορούσε τη μπλούζα με το λεκέ στο αριστερό μανίκι,όπως εγώ φοράω το καλτσόν με τη τρύπα από τη καύτρα του τσιγάρου του εκείνο το βράδυ του Φλεβάρη >>
<<Άκουσα πως θα φύγει.>>της λέω διστακτικά.
Με κοίταξε έντονα.Οι φακίδες της άστραφταν .
<<Είμαι έγκυος.>>συνέχισε σαν να μην άκουσε οτιδήποτε από τη φράση που είπα.
<<Σέρνω το ολοκαύτωμα της συνύπαρξης μου μαζί του.Το κουβαλώ στα έγκατα μου.Στις αρτηρίες μου ακόμα ρέουν τα υγρά του.Το βλέπεις αυτό το τσιγάρο; !>>
Σχεδόν κόντεψε να μου κάψει τούφες
Γνέφω καταφατικά.
<<Καπνίζω αυτό το τσιγάρο από τότε που με άφησε.ΤΟ ίδιο.το ανάβω και το αφήνω και το κρατώ και αυτό κάθε πρωί ξανά καρτερικά με περιμένει ,με υπομένει τα μεσημέρια που επιστρέφω κουρασμένη ,καθώς πετάω τις μπότες και αντρικά χέρια με λούζουν αυτό εκεί τρεμοπαίζει.
Σαν σβήσει ,σαν νιώσω πως άλλο καπνό δεν ρουφάω ,πως κυκλακια δεν βγάζω καθώς ξεφυσώ ,σαν νιώσω να αδειάζει να κενώνεται,τότε μονάχα θα πω ,πως ναι ,ναι αύριο φεύγει,ναι το έμαθα και εγώ. Φεύγει .ναι και θα κατεβάσω τα χέρια θα τα χώσω στις τσέπες και θα αρχίσω να περπατώ αντίθετα ,με ένα σκαστό χαμόγελο και δόντια ολόλευκα ,δίχως τσιγάρο να με εξαντλεί δίχως...>>
Έμεινα να κοιτάζω μια το μαυριδερό της τσιγάρο,μια το τασάκι μια τ δάχτυλα της.
Μου φάνηκε παράταιρο ένα κοινό τασάκι για ένα τέτοιο τσιγάρο.

Την άφησα να σιγομουρμουρίζει πλάι στο παράθυρο,ξυλιασμένη εκεί
με τις γάμπες της και τη μεγάλη της περιφέρεια να σκιάζει τις γωνίες του τοίχου..
Ξέρει πως αυτός φεύγει ,σκεφτόμουν
Γι αυτό  στέκεται συνέχεια σε ανοίγματα και χάσκει τα αεροπλάνα.
πάντα τα αεροπλάνα που απογειώνονται την ενδιαφέρουν ,
όλα τα άλλα της είναι αδιάφορα.
Ξέρει πως φεύγει
Κι όμως.
Παθιάζεται με ένα τσιγάρο 
αντί να τρέξει να του προσφέρει μια τζούρα ,να του κλέψει το σακίδιο με τις μάλλινες
να του φωνάξει  
Μείνε.

Αυτή 
αυτή που 

Θέλει να ξαπλώσει στα στήθη σου.
στα ανεξίτηλα σου σημάδια.
θέλει να γίνετε ένα μικρο συνονθύλευμα σκόνης και άχνης
να πασαλειφτήτε με το δέρμα σας
να μην κρυώνουν οι πατούσες της
να μην μουδιάζει το μπράτσο σου κάτω από το λαιμό της
να την σφινώνεις ανάμεσα από τα πόδια σου
να την πλακώσεις να μην ανασαίνει
να ασφυκτιά μα να σε αποζητά ξανά και ξανά και ξανά
και ας γκρινιάζει και ας σηκώνεται να φεύγει ξημερώματα γιατί ροχαλίζεις
και ας μην την ακολουθάς
και ας την μισείς που σε έκανε να τρως αγκινάρες με κουκιά..
και ας σε μισεί που δεν της λες ιστορίες και φέρεσαι σαν παιδί.
και ας ..

απλά ένα Μείνε χρειάζεται.
γι όλα
ναι αγαπητέ,
 κάτι τόσο κοινότυπο μικρό και απλό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου